Μια ζωή την έχουμε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μια ζωή την έχουμε
Κινηματογραφική αφίσα της ταινίας.
ΣκηνοθεσίαΓιώργος Τζαβέλλας
ΠαραγωγήΦίνος Φιλμ
ΣενάριοΓιώργος Τζαβέλλας
ΠρωταγωνιστέςΔημήτρης Χορν
Υβόν Σανσόν
Βασίλης Αυλωνίτης
Χρήστος Τσαγανέας
Περικλής Χριστοφορίδης
Λαυρέντης Διανέλλος
ΜουσικήΜάνος Χατζιδάκις
(Ο μήνας έχει εννιά του Μιχάλη Σουγούλ)
ΤραγούδιΚορώνης
Φίλανδρος
ΦωτογραφίαΝτίνος Κατσουρίδης
ΜοντάζΝτίνος Κατσουρίδης
ΣκηνογραφίαΜάρκος Ζέρβας
Εταιρεία παραγωγήςΦίνος Φιλμ
ΔιανομήFinos Film
Πρώτη προβολή8 Μαΐου 1958 (Ελλάδα)
Κυκλοφορία4 Μαΐου 2010 (DVD)
Διάρκεια111΄
ΠροέλευσηΕλλάδα
Γλώσσαελληνική

Το Μια ζωή την έχουμε είναι μια ελληνική ρομαντική κωμική ταινία του 1958, σε παραγωγή Φίνος Φιλμ και σε σκηνοθεσία - σενάριο Γιώργου Τζαβέλλα.[1] Πρωταγωνιστούν οι Δημήτρης Χορν και Υβόν Σανσόν. Πρόκειται για μία από τις ακριβότερες ελληνικές παραγωγές της εποχής. Ο τίτλος της ταινίας πάρθηκε από τους στίχους του γνωστού τραγουδιού "Ο μήνας έχει 9", του Μιχάλη Σουγιούλ.

Η ταινία αφορά τη ζωή ενός φτωχού και δειλού υπαλλήλου τραπέζης (Δημήτρης Χορν), που όταν βλέπει την κοκότα, ερωμένη (Υβόν Σανσόν), του αφεντικού του (Χρήστος Τσαγανέας), την ερωτεύεται, αλλά χωρίς ανταπόκριση. Αργότερα, όμως, όταν θα βρεθεί, κατά λάθος, πλούσιος, γίνεται τολμηρός και τη φλερτάρει, τότε εκείνη ανταποκρίνεται, και για χάρη της σπαταλάει 1.101.101,10 δραχμές μέσα σε λίγες μέρες.

Πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόλογος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία ξεκινά σε μία φυλακή, όπου ένας κρατούμενος (Χορν), είναι εξαιρετικά χαρούμενος, τραγουδώντας και σφυρίζοντας όλη την ώρα το τραγούδι "Ο μήνας έχει 9", εξοργίζοντας έναν γκρινιάρη δεσμοφύλακα (Βασίλης Αυλωνίτης), καθότι δεν μπορεί να καταλάβει από πού αντλεί τέτοια χαρά, ενώ βρίσκεται στη φυλακή. Ένα βράδυ, που ο φύλακας είναι νυχτερινός, και έχει πέσει το σιωπητήριο, ακούει πάλι τον κρατούμενο να σφυρίζει και να τραγουδά. Νευριασμένος, πάει στο κελί του. Εκεί, αφού ο δεσμοφύλακας προσφέρει τσιγάρο στον κρατούμενο, ξεκινά η εξιστόρηση για το πώς βρέθηκε στη φυλακή, ο Κλέων (δηλαδή, ο κρατούμενος).

Εξιστόρηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχή εξιστόρησης και η Μπιμπή

Ο Κλέων είναι υπάλληλος της Εμποροπιστωτικής Τράπεζας. Είναι σχολαστικός και δειλός και το μόνο που τον απασχολεί είναι η δουλειά του, ενώ όλοι τον φωνάζουν βλαμμένο. Η εξιστόρηση ξεκινά με τον Κλέωνα πίσω από τα κάγκελα του ταμείου του και με τον συνάδελφό του να σφυρίζει το "Και ο μήνας έχει 9". Εντωμεταξύ, σε όλη την ταινία, κάθε φορά που μετρά λεφτά ο Κλέων, ακούγεται και μία λατέρνα. Κατόπιν έρχεται ένας πελάτης, ο Παπαράκης (Σταύρος Ιατρίδης), που περιμένει το βιβλιάριό του, καθώς πρόκειται να ταξιδέψει αεροπορικώς. Παράλληλα, ο Κλέων καπνίζει και ο Παπαράκης του κάνει σοβαρή παρατήρηση. Το βιβλιάριο είναι έτοιμο, αλλά η υπάλληλος που είναι υπεύθυνη δεν το έχει πάει στον Κλέωνα. Σε αυτή τη σκηνή μπαίνει ο διευθυντής της τράπεζας (Χρήστος Τσαγανέας) και βλέπει τον Παπαράκη να φωνάζει, τον Κλέωνα να καπνίζει και το βιβλιάριο να είναι έτοιμο προς παράδοση. Αφού τον βρίζει, τον καλεί στο γραφείο του για πρόστιμο επειδή κάπνιζε τσιγάρο, ενώ ο ίδιος, παράλληλα, καπνίζει πούρο. Σχετικά με αυτό, γίνεται αρκετός λόγος σε όλη την ταινία, σχολιάζοντας τη δειλία του Κλέωνα. Ωστόσο, βλέπει και την ερωμένη του διευθυντή, την Μπιμπή (Υβόν Σανσόν), και την ερωτεύεται αμέσως.

Αργότερα, ο διευθυντής τον βλέπει ξανά να καπνίζει και του κόβει κι άλλο πρόστιμο, μετά αναχωρεί για Θεσσαλονίκη και ο Κλέων, χωρίς διευθυντή, αρχίζει να τον βρίζει μπροστά στους συναδέλφους του, καπνίζοντας επιδεικτικά το τσιγάρο του. Όμως, η δειλία του φαίνεται όταν τον καλεί ο διευθυντής στο τηλέφωνο και εκείνος σβήνει και το τσιγάρο. Μετά έρχεται η Μπιμπή, να πάρει κάποια χρήματα για το "φιλόπτωχο ταμείο" της και ξεχνά την ταυτότητά της. Τότε ο Κλέων τρέχει από πίσω της να της τη δώσει, όμως την έχει αφήσει στην τράπεζα, και τότε αρχίζει να τον βρίζει κι αυτή, για το πόσο βλαμμένος είναι.

Το περίσσευμα (1.101.101,10)

Στη συνέχεια, η εξιστόρηση στον φύλακα μεταφέρεται στο σημείο όπου έγινε πλούσιος. Το περίσσευμα στο ταμείο της τράπεζας ήταν 1.101.101,10. Ο Κλέων υπολογίζει ξανά και ξανά τα χαρτιά του, αλλά δεν μπορεί με τίποτα να ερμηνεύσει και να δικαιολογήσει αυτό το τεράστιο περίσσευμα. Κάθεται εκεί όλο το βράδυ, αλλά τίποτα, δεν μπορεί να βρει το πώς έγινε. Ο συνάδελφος του Μανώλης (Περικλής Χριστοφορίδης) τον προτρέπει να μην είναι κορόιδο και να μην το πει στον διευθυντή. Εκείνος, τίμιος ως είναι, αρνείται. Μετά, πηγαίνει στο γραφείο του διευθυντή να του το αναγγείλει, εκείνος όμως τον βρίζει άσχημα, ο Κλέων τότε νευριάζει, αρχίζει να φωνάζει και δεν του λέει τίποτα. Αποφασίζει τελικά να αποκρύψει το γεγονός και να κρατήσει τα χρήματα. Μετά, πηγαίνει με άλλον αέρα στο σπίτι της Μπιμπής, να της δωρίσει ένα ποσό για το "φιλόπτωχο ταμείο" της.

Η σπατάλη και η φυλακή, το τέλος της εξιστόρησης

Η Μπιμπή, που βλέπει ότι ο Κλέων έχει χρήματα, αρχίζει να βγαίνει μαζί του. Τότε ο Κλέων αρχίζει να κάνει τη μεγάλη ζωή. Αφήνει μεγάλα μπουρμπουάρ στα μαγαζιά. Παίζει στον ιππόδρομο. Μένει σε πολυτελή ξενοδοχεία, κάνει στην Μπιμπή ακριβά δώρα κ.λπ. Μετά, Κλείνει μία συμφωνία με έναν Γερμανό επιχειρηματία, η οποία θα τον φτάσει στο τέλος της σπατάλης. Μετά τη μεγάλη ζωή που έκανε, αρχίζει πλέον να αγχώνεται, επειδή τα λεφτά τελειώνουν και φοβάται πάντα την αστυνομία. Όμως, είχε αποφασίσει να εμφανιστεί μία τελευταία φορά σε ένα κοσμικό γεγονός, τον "Λευκό Χορό". Εκεί, έχουν συγκεντρωθεί όλοι οι πλούσιοι της Αθήνας. Τότε ξεκινά μία πρωτότυπη δημοπρασία, σύμφωνα με την οποία θα εμφανίζεται μία κοπέλα που θα δέχεται έναν φιλί από κάποιον κύριο ο οποίος θα πλήρωνε, και τα λεφτά θα πηγαίναν σε δωρεά. Η Μπιμπή προσφέρεται και ο Κλέων δίνει μάχη μεγάλη για το φιλί της στον πλειστηριασμό με αντίπαλο τον πάμπλουτο πρώην μαυραγορίτη Ντάογλου (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος). Το ποσό που τελικά προσφέρει είναι 1.000 λίρες - ποσό, που φυσικά, δεν έχει. Επεμβαίνει η αστυνομία, ο Κλέων παραδέχεται την κατάχρηση και καταλήγει στη φυλακή. Και εδώ τελειώνει η εξιστόρηση.

Συνέχεια στη φυλακή, κανονική ροή

Ο Κλέων λέει στον δεσμοφύλακα ότι περιμένει τη δίκη του, η οποία αργεί επειδή εδώ και 6 μήνες, οι ελεγκτές της τράπεζας δεν μπορούν να βρουν που έγινε το λάθος, κι όσο δεν το βρίσκουν δεν μπορούν να αποδείξουν ότι ο Κλέων είναι και καταχραστής. Μετά ο φύλακας ρωτά τον Κλέωνα γιατί εδώ και 6 μήνες δεν τον επισκέφθηκε κανείς, ούτε η Μπιμπή, ούτε οι συνάδελφοί του. Τότε ο Κλέων λέει ότι δεν έχει φίλους και ότι τον μοναδικό φίλο που έχει είναι κάποιος που τον γνώρισε μέσα σε ένα βράδυ και δεν ξέρει καν το όνομά του, και τότε ρωτά τον φύλακα πώς τον λένε. Εκείνος απαντά "Χαράλαμπος Μπαζούκας". Ωστόσο, καταφθάνουν ο επιθεωρητής της τράπεζας (Ράλλης Αγγελίδης) και ο διευθυντής των φυλακών, ο τελευταίος έχει το αποφυλακιστήριο, ενώ ο πρώτος ανακοινώνει στον Κλέωνα ότι η συμφωνία που είχε κάνει με τον Γερμανό επιχειρηματία για εισαγωγές τρακτέρ τον έκαναν πλούσιο και ότι η τράπεζα θα ανακαλέσει κάθε δίωξη στο πρόσωπό του και θα του ζητήσει συνεργασία. Κι ενώ βρέθηκε το λάθος (το βρήκε ο πρώην συνάδελφος του Κλέωνα, ο Μανώλης), τα χρήματα που έβγαλε ο Κλέων από τη συμφωνία θα κρατηθούν για το ποσό που καταχράστηκε. Εν τέλει ό,τι κέρδισε έχει ξοδευτεί, γιατί χρωστούσε λεφτά όσο έκανε τη μεγάλη ζωή. Και, τέλος, αποφασίζει απένταρος να ταξιδέψει στην αδελφή του, στο Κολοράντο.

Επίλογος

Η ταινία τελειώνει στο λιμάνι, όπου ο Κλέων είναι έτοιμος να φύγει. Εκεί τον περιμένει και ο φύλακας να τον αποχαιρετήσει. Του ζητά επίσης τη σύστασή του για να αλληλογραφούν και ο Κλέων του αφήνει τον φάκελο από το γράμμα της αδελφής του. Αργότερα, στο καράβι εμφανίζεται η Μπιμπή. Παρά το ποιόν της, ο Κλέων προσπαθεί να την πείσει να πάει μαζί του για μία άλλη ζωή, εκείνη όμως φεύγει, όταν μαθαίνει πως δεν έχει καθόλου χρήματα από τη σύμβαση με τα τρακτέρ. Τα λόγια του Κλέωνα, ωστόσο, την επηρεάζουν και αποφασίζει τελικά να πάει μαζί του. Πολύ αργά όμως. Το καράβι έφυγε. Εκεί, τη βλέπει να κλαίει ο φύλακας, να λέει το όνομα του Κλέωνα και να απορεί που θα τον ξαναβρεί. Τότε ο φύλακας, συνειδητοποιώντας ότι η Μπιμπή αγαπάει αληθινά τον Κλέωνα, βγάζει τον φάκελο με τη διεύθυνση, τον κοιτάζει με χαμόγελο και η ταινία τελειώνει αφήνοντας τα υπόλοιπα στη φαντασία των θεατών.

Διανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σταρ Υβόν Σανσόν, σε σκηνή από την ταινία. Πίσω της ο Βασίλης Αυλωνίτης. Πρόκειται για την τελευταία σκηνή του έργου, που πλέον έχει μετανιώσει για τον τρόπο ζωής που κάνει, και κλαίει, γιατί έχασε τον Κλέωνα.

Η παραγωγή της ταινίας ανήκει στη Φίνος Φιλμ, ενώ τη διεύθυνση αυτής, ανέλαβε προσωπικά ο Φιλοποίμην Φίνος, και η χρονιά παραγωγής ήταν το 1958. Τη σκηνοθεσία την υπέγραψε ο Γιώργος Τζαβέλλας, όπως επίσης και το σενάριο.[2] Ο Φίνος απέβλεπε σε μία διεθνή επιτυχία της ταινίας, για αυτό κιόλας ήταν η ακριβότερη παραγωγή της εταιρείας έως τότε.[3] Οι συντελεστές της ταινίας ήταν ήδη καταξιωμένοι συνεργάτες της Φίνος Φιλμ: τη διεύθυνση φωτογραφίας την ανέλαβε ο Ντίνος Κατσουρίδης, με βοηθό τον Νίκο Δημόπουλο, με τον πρώτο να αναλαμβάνει και το μοντάζ της. Η σκηνογραφία ανήκει στον Μάρκο Ζέρβα, και το μακιγιάζ στον Σταύρο Κελεσίδη και τον Νίκο Ξεπαπαδάκο.[2]

Μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια ζωή την έχουμε,
κι αν δεν τη γλεντήσουμε,
τι θα καταλάβουμε,
τι θα καζαντίσουμε;

Το ρεφρέν του τραγουδιού του Μιχάλη Σουγιούλ, που ακούγεται επανειλημμένα σε όλη την ταινία (κυρίως από τον Δημήτρη Χορν), και από το οποίο πάρθηκε και ο τίτλος της. Οι στίχοι είναι του Γιώργου Τζαβέλλα.

Η μουσική σύνθεση της ταινίας προέρχεται από ακόμη έναν καταξιωμένο συνεργάτη της Φίνος Φιλμ, και γενικότερα έναν μεγάλο Έλληνα μουσικό τον Μάνο Χατζιδάκι. Είχαν προηγηθεί οι συνεργασίες: Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο κ.ά.[4] Ενώ στο τραγούδι βρέθηκαν οι Κορώνης-Φίλανδρος.[2] Παρ' όλα αυτά, το τραγούδι που ενέπνευσε τον τίτλο της ταινίας και ακούγεται αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας, επηρεάζοντας και το ίδιο το σενάριο, δεν είναι του Χατζιδάκι, αλλά του Μιχάλη Σουγιούλ και ονομάζεται "Ο μήνας έχει 9", με τους στίχους να ανήκουν στον Γιώργο Τζαβέλλα. Το κομμάτι κυκλοφόρησε το 1953 με τη φωνή του Νίκου Γούναρη και το Τρίο Κιτάρα.[5]

Κάστινγκ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ταξίδι στα Κύθηρα. Πίνακας του Αντουάν Βαττώ, που εμφανίζεται στη ταινία να κοσμεί την τράπεζα, αλλά και να ονειροπολεί με αυτήν ο Κλέων.

Αρχικά, για τον ρόλο του Κλέωνα προοριζόταν ο Βασίλης Λογοθετίδης, αλλά λόγω επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας του, ο ρόλος πήγε στον ταλαντούχο, νεαρό τότε ηθοποιό, Δημήτρη Χορν. Από την άλλη, ο ρόλος της Μπιμπής προοριζόταν για την Αλίκη Βουγιουκλάκη, με τον Φίνο, τελικά, να επιλέγει την Υβόν Σανσόν, επειδή η δεύτερη ήταν ήδη σταρ σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ο Φίνος ήθελε η ταινία να έχει διεθνή επιτυχία.[3] Παρ' όλα αυτά, επειδή η Σανσόν, αν και ελληνικής καταγωγής, ίσα που μίλαγε τη γλώσσα, έχει ντουμπλαριστεί από την ηθοποιό Θεανώ Ιωαννίδου.[6] Κατά τ' άλλα το κάστινγκ περιείχε γνωστούς ηθοποιούς ήδη αναγνωρισμένους στο ελληνικό κοινό, όπως ο Βασίλης Αυλωνίτης (Η ωραία των Αθηνών, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο), ο Χρήστος Τσαγανέας (Οι Γερμανοί ξανάρχονται, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο), ο Περικλής Χριστοφορίδης (Μαρίνα, Η καφετζού), ο Λαυρέντης Διανέλλος (Οι Γερμανοί ξανάρχονται, Η κάλπικη λίρα), ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος (Το ποντικάκι, Στέλλα), ενώ άξιο αναφοράς είναι πως η ταινία αποτέλεσε την πρώτη του Παπαγιαννόπουλου με τη Φίνος Φιλμ, ωστόσο ακολούθησαν άλλες 30.[7]

Σενάριο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σενάριο, μεταξύ άλλων, αφορά τον έρωτα: υπάρχει ο Κλέων, που για χάρη τις Μπιμπής έκανε τα πάντα. Από την άλλη, όμως, το κύριο θέμα του έργου είναι πνευματική φυλακή ενός ατόμου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του Κλέωνα, ο έρωτας τον βοηθά, παρ' όλα αυτά να "αποδράσει". Ο Τζαβέλλας, σε αυτό το σενάριο, κάνει αναφορές στον πίνακα του Αντουάν Βαττώ Ταξίδι στα Κύθηρα, με θέμα την αναχώρηση, την ευτυχία της αποβίβασης ή, ακόμα, τη θλίψη του αποχαιρετισμού ή και το τέλος του ερωτικού ονείρου.[8] Ο σεναριογράφος δίνει τη δική του ερμηνεία μέσα από τον χαρακτήρα του Κλέωνα:

Πόσες φορές δεν ονειροπόλησα κι εγώ ένα ταξίδι στα Κύθηρα; [...] Το μπαρκάρισμα για το νησί του έρωτα, πάνω σε μία βάρκα που τη σέρνουν αγγελούδια.

Κριτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακολουθεί κριτική από τον Μάριο Πλωρίτη:

«[...] αρχίζει σαν μια φανταιζίστικη κωμωδία με κάποιες αναμνήσεις από τον Τοπάζ (ο φτωχός τίμιος ανθρωπάκος, που μια γυναίκα αναποδογυρίζει τη ζωή και το χαρακτήρα του) και καταλήγει σ’ένα συμβατικό μελό με όλα τα επακόλουθα της πλαστικής συγκίνησης και της εύκολης ηθικολογίας.»

Κυκλοφορία και εισπράξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία στην πρώτη της προβολή στους κινηματογράφους της Αθήνας και του Πειραιά (8 Μαΐου 1958 [9]) έκοψε 98.584 εισιτήρια, γεγονός που την κατέταξε στην τρίτη θέση ανάμεσα στις 30 ελληνικές ταινίες της κινηματογραφικής περιόδου 1957–58.

Η ταινία στις 4 Μάη του 2010, κυκλοφόρησε και σε μορφή DVD δίσκου.[10]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Πρόκειται για την γνωστή Ελληνίδα ηθοποιό Νίκη Λινάρδου, η οποία μέχρι και το 1962 εμφανιζόταν ως Μπέμπη Κούλα.[11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΗΝ ΕΧΟΥΜΕ». Ταινιοθήκη της Ελλάδος. 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2015. 
  2. 2,0 2,1 2,2 «ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΗΝ ΕΧΟΥΜΕ». Ταινιοθήκη της Ελλάδος. 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2015. 
  3. 3,0 3,1 «Μια Ζωή Την Έχουμε(1958)». Finosfilm.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2015. 
  4. «Μάνος Χατζιδάκις». Finosfilm.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2015. 
  5. «Ο μήνας έχει εννιά». Greeklyrics.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2015. 
  6. «Μια ζωή την έχουμε - Και αν δεν τη γλεντήσουμε...». Τff.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2015. 
  7. «Διονύσης Παπαγιαννόπουλος». Finosfilm.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2015. 
  8. «"Το ταξίδι στα Κύθηρα" της Μάντης Τριάρχη». Visitkythera.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιανουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2015. 
  9. Τσιπουρίδου, Ξανθή (2023). Οι κοινωνιογλωσσικές επιλογές ως διαδικασία κατασκευής κοινωνικών ταυτοτήτων στην ελληνική ταινία Μια ζωή την έχουμε και μία διδακτική πρόταση με βάση τον κριτικό γραμματισμό. Πάτρα: ΕΑΠ. σελ. 21. 
  10. «Μια Ζωή την Εχουμε (1958)». Cine.gr. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2015. 
  11. Βασίλης Νάτσιος (26 Σεπτεμβρίου 2012). «Όχι πια Μπέμπη, Νίκη». Cosmopoliti.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2015. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γιάννης Σολδάτος (2001). Ένας αιώνας ελληνικός κινηματογράφος. Α'. Αθήνα: Κοχλίας. σελίδες 176 & 177. ISBN 960-8228-02-6. 
  • Δίτομη Εγκυκλοπαίδεια Ελληνικός Κινηματογράφος. Ελληνικά Γράμματα. 2005. ISBN 9604067761. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]