Ο Ηλίας του 16ου (ταινία, 1959)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά την ταινία Ο Ηλίας του 16ου, του 1959. Για για την ταινία του 2008, δείτε: Ο Ηλίας του 16ου (ταινία, 2008).
Ο Ηλίας του 16ου
ΣκηνοθεσίαΑλέκος Σακελλάριος[1]
ΠαραγωγήΦίνος Φιλμ
ΣενάριοΑλέκος Σακελλάριος
Χρήστος Γιαννακόπουλος
ΙστορίαΑλέκου Σακελλάριου
Χρήστου Γιαννακόπουλου
Βασισμένο σεΟ Ηλίας του 16ου (θεατρικό)
ΠρωταγωνιστέςΚώστας Χατζηχρήστος
Θανάσης Βέγγος
Διονύσης Παπαγιαννόπουλος
Μαρίκα Κρεββατά
Γιώργος Γαβριηλίδης
Κυβέλη Θεοχάρη
Σταύρος Ξενίδης
Θάνος Τζενεράλης
ΜουσικήΤάκης Μωράκης
ΦωτογραφίαΝτίνος Κατσουρίδης
ΜοντάζΝτίνος Κατσουρίδης
Γιώργος Τσαούλης
ΣκηνογραφίαΜάρκος Ζέρβας
Εταιρεία παραγωγήςΦίνος Φιλμ
ΔιανομήFinos Film
Πρώτη προβολή6 Απριλίου 1959 (Ελλάδα)
Κυκλοφορία15 Μαρτίου 2006 (DVD)
Διάρκεια83΄
ΠροέλευσηΕλλάδα
Γλώσσαελληνική

Ο Ηλίας του 16ου είναι θεατρική κωμωδία των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου. Το 1959 μεταφέρθηκε από τη Φίνος Φιλμ στη μεγάλη οθόνη, με πρωταγωνιστή τον Κώστα Χατζηχρήστο.

Πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ηλίας είναι άνεργος σερβιτόρος που ψάχνει για δουλειά. Μένει σε ένα ξενοδοχείο στο οποίο όμως, λόγω ανεργίας, χρωστά 320 δραχμές νοίκια. Αποφασίζει, λοιπόν, να ζητήσει βοήθεια από τον φίλο του τον Βαγγέλη, ο οποίος δουλεύει σε ένα καφενείο, ιδιοκτήτης του οποίου είναι ο τοκογλύφος κυρ-Λάμπρος. Εκεί συναντά τον τρίτο της παρέας τον Θωμά, ο οποίος βρίσκεται στο ίδιο οικονομικό αδιέξοδο μιας και έκλεισε το μαγαζί όπου δούλευε. Για κακή τύχη και των δυο ο Βαγγέλης έχει και ο ίδιος ανάγκη από 500 δραχμές για να βγάλει από το νοσοκομείο τη γυναίκα του, τη Φώτω, που έκανε εγχείρηση.

Ενώ ο Ηλίας κάθεται σκεφτικός στο καφενείο, στο διπλανό τραπέζι κάθονται ο κύριος Ορέστης και η κυρία Αλέκα Κωνσταντινίδη, μανιώδεις χαρτοπαίκτες, και παζαρεύουν ένα μονόπετρο δακτυλίδι μεγάλης αξίας με τον Λάμπρο. Το συγκεκριμένο κόσμημα ανήκει σε μια φίλη τους, τη Λουκία, η οποία λείπει στην Αιδηψό. Στόχος τους είναι να δανειστούν χρήματα από τον Λάμπρο για να παίξουν στο βραδινό καρέ και να ρεφάρουν τη χασούρα των προηγουμένων ημερών. Τελικά ο Λάμπρος το κρατά ενέχυρο και τους δανείζει για 15 ημέρες 10.000 δραχμές με τόκο 1 χιλιάρικο. Εντωμεταξύ ο Ηλίας παρακολουθεί την όλη συζήτηση. Όταν τελικά επιστρέφουν οι δυο του φίλοι στο καφενείο και το καφενείο αδειάζει από κόσμο, κάθονται και οι τρεις να συζητήσουν για το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται. Τότε ο Ηλίας αναφέρει τα όσα είδε πριν και ο Βαγγέλης τους λέει για τις δουλειές του Λάμπρου και τα κοσμήματα που κρατά ως ενέχυρα ή τα αγοράζει από ανθρώπους που είναι σε ανάγκη. Τους λέει επίσης πως τα κρύβει σε μια αρβύλα και με δισταγμό τους λέει το σχέδιο του με το οποίο οι δυο μπατίρηδες φίλοι συμφωνούν αμέσως. Να αρπάξουν την αρβύλα.

Στις 11 το μαγαζί έχει κλείσει και ο Λάμπρος έχει πάει σε ένα γειτονικό καφενέ για τάβλι. Μαζί του αυτή τη φορά και ο Βαγγέλης, ο οποίος θέλει να έχει ένα ισχυρό άλλοθι. Εντωμεταξύ ο Ηλίας έχει ντυθεί αστυνομικός στο σπίτι του Θωμά, ο οποίος συγκατοικεί με έναν εξάδελφό του αστυφύλακα που υπηρετεί στο 16ο αστυνομικό τμήμα και λείπει από το σπίτι, έχοντας αφήσει εκεί την στολή του. Οι δυο φίλοι ξεκινάνε και φτάνουν στη μάντρα πίσω από το δωματιάκι του κυρ-Λάμπρου. Ο Θωμάς πηδά τη μάντρα και ο Ηλίας κόβει βόλτες απέξω, παριστάνοντας τον αστυφύλακα προσφέροντας έτσι ασφάλεια στον συνεργό του, που προσπαθεί από την άλλη μεριά του τοίχου να αρπάξει την πολυπόθητη αρβύλα, που θα τους σώσει.

Στο σπίτι των Κωνσταντινίδη το παιχνίδι πόκερ που διοργάνωσαν οι οικοδεσπότες δεν τους πήγε και τόσο καλά. Έχουν χάσει τα λεφτά από το δαχτυλίδι της Λουκίας, αδυνατούν να εξαργυρώσουν τις μάρκες της συμπαίκτριάς τους Έλλης, ενώ παράλληλα χρωστούν και τρία μηνιάτικα στην υπηρέτρια τους, Τασία Μπέρμπερη, που ετοιμάζεται να φύγει για το χωριό της. Τότε έρχεται η χαριστική βολή, καθώς στο σπίτι τους καταφθάνει εκτάκτως από την Αιδηψό η Λουκία, η οποία ζητά το δαχτυλίδι της, το οποίο είχε αφήσει ως ενέχυρο σε μια βραδιά πόκερ στο σπίτι τους. Η Αλέκα σκαρφίζεται μια ιστορία που θα βγάλει αυτήν και τον άνδρα της από τη δύσκολη θέση. Λέει πως η μπιζιουτιέρα της, στην οποία βρισκόταν και το δαχτυλίδι της Λουκίας, εκλάπη. Οι υποψίες της Λουκίας πέφτουν πάνω στην Τασία που ετοιμάζεται να πάει στο χωριό της να δει την άρρωστη μητέρα της. Βγαίνει, λοιπόν, στο δρόμο προς αναζήτηση αστυνομικού, όταν, τελικά, πέφτει πάνω στον Ηλία.

Η Λουκία σέρνει τον Ηλία στον σπίτι των Κωνσταντινίδη για να ψάξει και να συλλάβει την Τασία. Εκεί ο Ηλίας αναγνωρίζει τα πρόσωπα των οικοδεσποτών που είχε δει το πρωί στο καφενείο. Παριστάνοντας τον αστυνομικό, καταλαβαίνει σύντομα πως η ιστορία της κλοπής είναι ψεύτικη και πως το δαχτυλίδι που πήρε το πρωί ο Λάμπρος είναι της Λουκίας. Παρ' όλα αυτά προσπαθεί με διάφορες δικαιολογίες να φύγει, αλλά μια η εξοργισμένη Λουκία μια η θιγμένη Τασία τον κρατούν εκεί. Μετά από λίγο καταφθάνει και ο ξάδερφος της Τασίας, Πανάγος Μπέρμπερης, ενώ τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα με την έλευση του αρχιφύλακα του γειτονικού τμήματος που τους παίρνει όλους και πηγαίνουν στο τμήμα.

Στο τμήμα οδηγούνται όλοι στο γραφείο του υπαστυνόμου, όπου και αρχίζει, εν μέσω φωνών και τσακωμών, η ανάκριση. Ο Ηλίας, ως αστυνομικός βεβαίως του 16ου τμήματος, προτείνει στον υπαστυνόμο την εκδοχή το δαχτυλίδι να μην το έχει πάρει η υπηρέτρια αλλά να το έχει πουλήσει η κυρία Κωνσταντινίδη στην οποία είχε ανατεθεί η φύλαξη του, αλλά ο υπαστυνόμος αρχικά δεν πείθεται. Σε λίγο καταφθάνει ένας αστυφύλακας που έχει συλλάβει τον Θωμά και φέρνει μαζί και τα κλοπιμαία από την αρβύλα. Οι δυο φίλοι παριστάνουν πως δεν γνωρίζονται ενώ ο υπαστυνόμος αναγνωρίζει μέσα στα κλοπιμαία και ένα βραχιόλι του οποίου η κλοπή είχε αναφερθεί το πρωί από την κυρία Λογοθέτη. Ύποπτος είναι ο Σπανομαρίας, μικροαπατεώνας της περιοχής, ο οποίος συλλαμβάνεται και ομολογεί πως το είχε πουλήσει στον Λάμπρο. Η αστυνομία βρίσκει τον Λάμπρο που δηλώνει πως το βραχιόλι αλλά και το δαχτυλίδι που βρίσκονταν στην αρβύλα τα είχε πάρει από τον Σπανομαρία και από την κυρία Κωνσταντινίδη αντίστοιχα. Έτσι το μυστήριο ξεδιαλύνεται και ο υπαστυνόμος επαινεί τον «αστυφύλακα» Ηλία για το κοφτερό του μυαλό. Διατάζει τον Ηλία να οδηγήσει το «διαρρήκτη» Θωμά στα κρατητήρια. Αυτή είναι η ευκαιρία που ζητούν οι δυο φίλοι και φεύγουν τρέχοντας από το αστυνομικό τμήμα.

Διανομή ρόλων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ατάκες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(στον Θωμά, όταν τον βλέπει στο αστυνομικό τμήμα) Δεν με ξέρεις, δεν σε ξέρω, υποφέρεις κι υποφέρω
(πολλές φορές) Να είμαστε και λογικοί. Μην είμαστε και πλεονέκτες!
(στον Βαγγέλη και στον Θωμά, όταν τους πρωτοσυναντά, για να ζητήσει δανεικά) Δόξα σοι ο Θεός που σας βρήκα! Γιατί, παιδιά, Θεός υπάρχει. Μην ακούτε αυτούς που λένε ότι δεν υπάρχει. Υπάρχει και παραϋπάρχει. Πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Τώρα βέβαια, το πάντα πληρών που λένε δεν είναι. Γιατί αν πλήρωνε τα πάντα, θα πλήρωνε και το ξενοδοχείο μου, που είναι έτοιμοι να με πετάξουν απ' την ταράτσα!
(στον υπαστυνόμο) —Η κυρία εδώ ... λέει ότι έχει χάσει τη μπομπονιέρα της, ... τη φρουτιέρα της..., τη ζαρτιέρα της..., τη μπαγιαντέρα της —Υπαστυνόμος: Τη μπιζουτιέρα της!
  • κυρία Λουκία (Μαρίκα Κρεββατά): Τέτοιον πόλισμαν σαν εσάς πρώτη φορά βλέπω!
  • κυρ-Λάμπρος (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος): Εγώ τι έκανα; Λίγα λεφτουδάκια έχω, με την καλή μου την καρδιά, μια εξυπηρέτηση έκανα!
  • Τασία (Αλίκη Γεωργούλη): Εμείς οι Μπερμπεραίοι ετούτο εδώ (το μέτωπο) το έχουμε καθαρό! (Φωνάζει επανειλημμένα τον αδελφό της, που τον κρατούν μετά βίας δύο-τρεις αστυφύλακες) Πανάγο!

Παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρεμιέρα της ταινίας πραγματοποιήθηκε στις 6 Απριλίου 1959. [2] Κόβοντας 77.118 εισιτήρια, [3] κατατάχθηκε στην 4η θέση ανάμεσα σε 51 ταινίες της ίδιας σεζόν. [4] Κυκλοφόρησε και με τη μορφή DVD στις 15 Μαρτίου 2006. [5]

Τα χαστούκια που δίνει ο Ηλίας στον Θωμά στην τελευταία σκηνή, λίγο πριν το σκάσουν από το αστυνομικό τμήμα, είναι αληθινά. Όπως θυμάται ο ίδιος ο Χατζηχρήστος:

Ήταν λοιπόν η σκηνή που εγώ έπαιζα έναν ψευτοαστυφύλακα κι ο Βέγγος έναν φουκαριάρη κακοποιό. Ήταν η σκηνή που έβγαλε και το περισσότερο γέλιο, αλλά και αυτή που ταλαιπώρησε τον μεγάλο μας ηθοποιό. Τον αρπάζω από το γιακά τον Βέγγο και αρχίζω τα χαστούκια, όπως έλεγε το σενάριο. Το πρόβλημα άρχισε όταν έπεσε το πρώτο χαστούκι. Τότε ο Βέγγος από τη δύναμη έφυγε από την κινηματογραφική μηχανή. Αρχίσαμε ξανά. Πάλι έφυγε από τη μηχανή. Φαπ. Μανούλα! Και άντε από την αρχή, φαπ. Μανούλα. Περίμενε κάθε λίγο και λιγάκι μετά από το χαστούκι όλο το συνεργείο και ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας Αλέκος Σακελλάριος πότε θα συνέλθει ο Βέγγος από το χαστούκι. Με τη συναίνεση του Βέγγου τα χαστούκια έπρεπε να είναι αληθινά. Στο μεταξύ η ώρα περνούσε και η σκηνή δεν τέλειωνε. Άσε που αρχίσαμε να μακιγιάρουμε το Θανάση γιατί το μάγουλό του είχε κατακοκκινίσει από τα χαστούκια. Δεν θα το πιστέψετε αλλά έτσι με το χαστούκι φάγαμε ολόκληρη ημέρα. Και επιτέλους ένα από τα χαστούκια ήταν πετυχημένο. [6]

Στο θεατρικό όπου βασίστηκε το σενάριο της ταινίας, τον Ηλία είχε ενσαρκώσει στο θέατρο Παρκ ο Βασίλης Λογοθετίδης. [7]

Επανέκδοση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2008 έγινε ένα ριμέικ με πρωταγωνιστή τον Πέτρο Φιλιππίδη. Η συγκεκριμένη ταινία γυρίστηκε μέσα σε 14 ημέρες.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. www.imdb.com/title/tt0181592/. Ανακτήθηκε στις 15  Απριλίου 2016.
  2. «Ο Ηλίας του 16ου 1958-1959». 11 Αυγούστου 2020. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2021. 
  3. Finos Film - 'Ο Ηλίας Του 16ου' (1959), http://finosfilm.com/movies/view/34, ανακτήθηκε στις 2021-08-20 
  4. «Ο Ηλίας του 16ου (1959) - retroDB». www.retrodb.gr. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2021. 
  5. «Ο Ηλίας του 16ου (1959)». cine.gr. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2021. 
  6. «Ο Ηλίας του 16ου: Η αλήθεια πίσω από τα χαστούκια του Χατζηχρήστου στον Βέγγο». ZOX.gr. 17 Φεβρουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2021. 
  7. «Κι όμως ο «Ηλίας του 16ου» δεν ήταν ο Χατζηχρήστος». Fosonline.gr. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2021. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]