Ζεϊμπέκικο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το ζεϊμπέκικοζεϊμπέκικος) είναι ελληνικός λαϊκός χορός. Το όνομά του οφείλεται στον πληθυσμό των Ζεϊμπέκων.[1] Αναφέρεται ότι διαδόθηκε στα ελλαδικά αστικά κέντρα στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, η εμφάνισή του ανάγεται στα τέλη του 17ου αιώνα σε αστικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη[2]. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει ότι χορευόταν στη Μαγνησία και το Αϊδίνιο σε τοπικές γιορτές[3]. Όντας αρχικά αντικριστός χορός δύο ατόμων που έφεραν οπλισμό, εξελίχθηκε σε «μονήρη αυτοσχεδιαστικό ανδρικό χορό»[4].

Καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ζεϊμπέκοι

Ο χορός αντλεί την καταγωγή του από το τάγμα των Ζεϊμπέκων.[5][6][7]. Οι Ζεϊμπέκοι ως ιδιαίτερη μειονότητα του πληθυσμού της Προύσας, του Αϊδινίου και της Ερυθραίας της Μικράς Ασίας, επονομαζόμενοι και «ιππότες των όρεων», ήσαν υπό διωγμό εξαιτίας της παραβατικής συμπεριφοράς τους[8]. Η ετυμολογία του τουρκικού "Zeybek" δεν είναι σαφής. Σύμφωνα με το λεξικό του Nisayan, είναι είτε τουρκικής είτε αραβικής καταγωγής[9]. Μερικές πηγές ισχυρίζονται ότι προέρχεται από τη λέξη sübek, όπου σημαίνει "στρατός, στρατιώτες" και bek σημαίνει "άρχοντας (bey)" στα παλιά τούρκικα. Σύμφωνα με τον Onur Akdogu, προέρχεται από τη λέξη saybek που σήμαινε "δυνατός φύλακας" στα παλιά τούρκικα. Σύμφωνα με τον Paul Wittek μπορεί να εξελίχθηκε από το όνομα "Σάλπακις Μανταχίας", που χρησιμοποιήθηκε από τον Βυζαντινό ιστορικό Παχυμέρη[10] για τον Μπέη Μεντεσέ, που ίδρυσε το μπεϊλίκι του Μεντεσέ στην νοτιοδυτική Ανατολία.

Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης σε μια συνομιλία του με τον ρεμπέτη Τάκη Μπίνη έχει υποστηρίξει ότι «οι Ζεϊμπέκηδες ήταν Έλληνες κυρίως από την Μακεδονία και αλλού και Θρακιώτες, που ακολούθησαν τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στα βάθη της Ασίας. Τους ονόμαζαν Ζεϊμπέκια δηλαδή ζωέμπορους και Μακελάρηδες γιατί έσφαζαν ζώα και τα πουλούσαν. Στο πέρασμα των χρόνων θέλησαν να απαθανατίσουν τον ηρωισμό τους και να διατηρήσουν τις παραδόσεις τους και έτσι δημιούργησαν αυτόν το χορό, το ζεϊμπέκικο, που τον χόρευαν ένας ένας με σπαθιά στα χέρια και πότε πότε και στο στόμα: βγάζοντας μουγκρητά ή αλαλαγμούς, σαν τα σημερινά όπα, άλα, γιάλα και διάφορα άλλα.[11]

Σύμφωνα με άλλες θεωρίες ο χορός πρόκειται για κατεξοχήν αρχαίο ελληνικό - θρακικό που τον μετέφεραν και τον διέδωσαν στην Ασία οι αρχαίοι Αργείοι-Θράκες, όταν ίδρυσαν αποικία στις Τράλλεις (σημερινό Αϊδίνιο) της Μικράς Ασίας.[12] Ο Σίμων Καράς υποστήριζε πως ο χορός είχε κληρονομιά αρχαιοελληνική (ρυθμική - χορευτική) αφού το ρυθμικό τους σχήμα των 9 χρόνων διαφαίνεται στις ωδές της Λεσβίας Σαπφούς.[13].

Ύφος και εκτέλεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ζεϊμπέκικος ως παλιός χορός είναι αυστηρά ανδρικός γι' αυτό και ορισμένες φορές αποκαλείται, εξαιτίας των χορευτικών του κινήσεων από άνδρες, ως "χορός του αετού".[14] Είναι χορός που δεν έχει βήματα αλλά μόνο φιγούρες και μία συγκεκριμένη κυκλική κίνηση. Ο ρυθμός ακολουθεί το βυζαντινό μέτρο που είναι στα 9/8, ενώ η συνηθισμένη ρυθμική του διάταξη είναι: 2/8+2/8+2/8+3/8 ή 4/8+2/8+3/8. Ο Τούρκος περιηγητής και συγγραφέας Εβλιά Τσελεμπί (Evliya Çelebi) υποστηρίζει πως ο «ζεϊμπέκικος είναι χορός σύνθετος που συνδυάζει στοιχεία και από άλλους χορούς: τον τσάμικο και ιδίως τον καλαματιανό, που φαίνεται να έχει και τον ίδιο ρυθμό, αλλά ανάποδα (π.χ. τα 9/8 του ζεϊμπέκικου χωρίζονται σε 2/8+2/8+2/8+3/8, ενώ του καλαματιανού είναι 3/8+2/8+2/8=7/8). Εκτελείται σε χώρο που δεν ξεπερνά το τετραγωνικό μέτρο και κυριαρχείται από αυτοσχεδιαστικές κινήσεις[15]. Ως ιδιόρρυθμος εννεάσημος χορός έχει διαφορετικές μουσικές οργανώσεις και ποικίλλει ανάλογα με το θεματικό περιεχόμενο, τον χώρο προέλευσης και τη χρονική περίοδο που δημιουργήθηκε[16]

Μετασχηματισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ζεϊμπέκικος ορίζεται ως ρεμπέτικος χορός, τουλάχιστον για την περίοδο 1850-1953 σε ό,τι αφορά στην κοινωνική του διάσταση. Από το 1953 έως το 1980 οι μετεξελίξεις και οι μετασχηματισμοί της ελληνικής κοινωνίας φέρνουν στο προσκήνιο το ζεϊμπέκικο ως λαϊκό χορό. Από το 1980 και εντεύθεν ορίζεται ως πανελλήνιος χορός που εξελίσσεται σύμφωνα με την ελληνική αστικολαϊκή μουσική παράδοση[17].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ζεϊμπέκης
  2. Τυροβολά 2003, σ. 132.
  3. Πάλης 1941, σ. 231
  4. Tyrovola 1994, σ. 108.
  5. BiblioNet.gr, Θωμάς Κοροβίνης, Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, 2005
  6. Baud-Bovy 1984, σ. 46-47.
  7. Δραγούμης 1984, σ. 58
  8. Τυροβολά 2003, σ. 132
  9. «Zeybek». Nişanyan Sözlük (στα Τουρκικά). Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2023. 
  10. «Γεώργιος Παχυμέρης, 1242-1310, Συγγραφικαί Ιστορίαι». Βυζαντινά Κείμενα. 5 Φεβρουαρίου 2023. 
  11. 24grammata.com, Οι Ζεϊμπέκοι και το ζεϊμπέκικο (η ιστορία του χορού)
  12. musipedia.gr Αρχειοθετήθηκε 2009-10-17 στο Wayback Machine. - Τάκης Καλογερόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001
  13. Βώσσος, Θεόδωρος: "Χορός Ζεϊμπέκικος", Παράδοση και Τέχνη 019, σελ. 20 - 21, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1995.
  14. Ζεϊμπέκικο, Greece: a primary source cultural guide.
  15. Τσαρούχης 1983, σ. 268.
  16. Tyrovola 1994, σσ. 109-111.
  17. Τυροβολά 2003, 134.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Baud-Bovy S. 1984, Δοκίμιο για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο.
  • Δραγούμης Μ. 1984, «Μια μουσικολογική προσέγγιση του ρεμπέτικου», Θέματα Ελληνικού Πολιτισμού Ι, Αθήνα.
  • Μουρράης–Βελλούδιος, Θ. 1991, Ευγονία και άλλα τινά, Άγρα, Αθήνα.
  • Πάλλης Α.Α. 1941, Σελίδες της παλιάς γενιτσάρικης Τουρκίας, Εκάτη, Αθήνα.
  • Παπαγεωργίου Κ. Αθ.(επιμέλεια), Άγγελος Σικελιανός, Εύα Palmer-Σικελιανού. Δελφικές Εορτές. Ειδικόν αφιέρωμα της επιθεωρήσεως ΗΩΣ. Δεύτερη έκδοση., εκδόσεις Παπαδήμας, Αθήνα 1998, σ. 116 - 125.
  • Τσαρούχης Γ. 1983, «Μικρό σχόλιο στο Ζεϊμπέκικο», στο Χολστ Γκ. Δρόμος για το Ρεμπέτικο, Αθήνα.
  • Τυροβολά Βασ. 2003, «Ελληνικοί αστικολαϊκοί χοροί» στο Γύφτουλας Ν. et al, Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού, ΕΑΠ, Πάτρα.
  • Tyrovola V. 1994,«The evolutionary process ofd the dynamics of popular urban culture. The case of Zebekiko dance», Proceedings of the 17th Symposium of the Study Group of Ethoarchaeology, Nauplion, σσ. 107-113.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]