Ισμαήλ Κεμάλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ισμαήλ Κεμάλ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ismail Qemal Bej Vlora (Αλβανικά)
Γέννηση16  Οκτωβρίου 1844
Αυλώνας
Θάνατος24  Ιανουαρίου 1919[1]
Περούτζα
Αιτία θανάτουέμφραγμα του μυοκαρδίου
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία (έως 1912)
Αλβανία (από 1912)
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςτουρκικά
Αλβανικά[2]
ΣπουδέςΖωσιμαία Σχολή
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
διπλωμάτης
Οικογένεια
ΤέκναEt'hem Bey Vlora
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΠρωθυπουργός της Αλβανίας (1912–1914)
Υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας (1912–1913)
ΒραβεύσειςΉρωας της Αλβανίας
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ισμαήλ Κεμάλ Μπέι Βλόρα (αλβανικά: Ismail Qemal Bej Vlora‎‎, 18441919), παλαιότερα Ισμαήλ Χακκί Μπέι Βλόρα (αλβανικά: Ismail Hakki bej Vlora‎‎), υπήρξε ο ιδρυτής του αλβανικού κράτους και ο πρώτος πρωθυπουργός της Αλβανίας. Γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1844 στον Αυλώνα, γένος της οικογένειας Βλόρα στη νότια Αλβανία (αλβανικά: Familja Vlora‎‎). Ήταν γιος του Μαχμούντ Μπέι Βλόρα (αλβανικά: Mahmud bej Vlora‎‎) και της Χεντιτζέ χανούμ Λιμποχόβες (αλβανικά: Hedije hanëm Libohovës‎‎). Πέθανε στην Ιταλία στις 24 Ιανουαρίου το 1919. Ο Ισμαήλ Κεμάλ ήταν ο πρώτος που υπέγραψε την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Αλβανίας (αλβανικά: Deklarata e Pavarësisë së Shqipërisë‎‎).

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στον Αυλώνα από οικογένεια ευγενών. Έχοντας τελειώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή του στη γενέτειρά του, και στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, το 1859 μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ξεκίνησε επαγγελματική σταδιοδρομία ως δημόσιος υπάλληλος του οθωμανικού κράτους, διακρινόμενος στη φιλελεύθερη πτέρυγα της υπηρεσίας, της οποίας ηγούνταν ο Μιντάτ Πασά, ενώ διετέλεσε και διοικητής πολλών πόλεων στην περιοχή των Βαλκανίων. Στη διάρκεια αυτών των ετών, έλαβε μέρος στις προσπάθειες για τον καθορισμό του αλβανικού αλφαβήτου και την ίδρυση μιας αλβανικής πολιτισμικής ένωσης. Το 1877, ο Ισμαήλ φαινόταν πλέον έτοιμος να αναλάβει σημαντικές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, αλλά όταν ο Σουλτάνος Αμπντουλχαμίντ Β΄ έδιωξε τον Μιντάτ από το αξίωμα του πρωθυπουργού, ο Ισμαήλ Κεμάλ οδηγήθηκε στην εξορία στην Δυτική Ανατολία, αν και ο Σουλτάνος λίγο καιρό αργότερα τον κάλεσε πίσω, κάνοντάς τον διοικητή της Βηρυτού. Πάντως, οι φιλελεύθερες πολιτικές του πεποιθήσεις τον οδήγησαν στο να χάσει, και πάλι, την εύνοια του Σουλτάνου, και τον Μάιο του 1900, ο Ισμαήλ Κεμάλ επιβιβάστηκε στο σκάφος του Βρετανού πρέσβη, όπου ζήτησε άσυλο. Οδηγήθηκε εκτός Τουρκίας και για τα επόμενα οκτώ χρόνια έζησε στην εξορία, εργαζόμενος τόσο για τη θέσπιση νέου συντάγματος εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και για την αλβανική εθνική ανεξαρτησία. Μετά το Κίνημα των Νεοτούρκων το 1908, εκλέχτηκε βουλευτής στην ανασυστηθείσα τουρκική βουλή, εργαζόμενος με φιλελεύθερους πολιτικούς και Βρετανούς. Το 1909, στη διάρκεια ενός αντικινήματος ενάντια στους Νεότουρκους, για σύντομο χρονικό διάστημα διετέλεσε Πρόεδρος της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη οριστικά μία με δύο μέρες αργότερα. Από εκείνη την στιγμή και έπειτα η πολιτική του σταδιοδρομία επικεντρώθηκε στην αλβανική ανεξαρτησία.

Στη διάρκεια της Αλβανικής Εξέγερσης του 1911, συντάχθηκε με τους ηγέτες της εξέγερσης, με τους οποίους συναντήθηκε σε ένα συμβούλιο στο χωριό Γκέρτσε του Μαυροβουνίου στις 23 Ιουνίου και μαζί συνέταξαν το Μνημόνιο του Γκέρτσε (αλβανικά: Gerče Memorandum‎‎, πιο συχνά αναφερόμενο ως «Κόκκινη Βίβλο» λόγω του χρώματος του εξωφύλλου και του οπισθόφυλλου του[3] ) στο οποίο βρισκόταν οι απαιτήσεις των Αλβανών τόσο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσο και από την Ευρώπη (ειδικότερα από την Μεγάλη Βρετανία).[4]

Ο Ισμαήλ Κεμάλ μετά τη συνεδρία της Συνέλευσης του Αυλώνα, ανακοινώνοντας στον αλβανικό λαό την απόφαση για ανεξαρτησία.
Μνημείο του Ισμαήλ Κεμάλ Βλόρα στα Τίρανα.

Αποτέλεσε βασικό παράγοντα στην Αλβανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και στη δημιουργία της Ανεξάρτητης Αλβανίας στις 28 Νοεμβρίου 1912. Αυτό οδήγησε στο τέλος της 500ετούς κατοχής της Αλβανίας από τους Οθωμανούς. Μαζί με τον Λουίτζι Γκουρακούτσι, ύψωσε τη σημαία στο μπαλκόνι του διώροφου κτιρίου στην Αυλώνα, όπου υπεγράφη η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Η εγκατάσταση κυβέρνησης αναβλήθηκε για την τέταρτη συνεδρία της Συνέλευσης της Αυλώνα, η οποία έλαβε χώρα στις 4 Δεκεμβρίου 1912, μέχρις ότου καταφτάσουν εκεί εκπρόσωποι όλων των περιοχών της Αλβανίας.[5] Ο Κεμάλ διετέλεσε Πρωθυπουργός της Αλβανίας την περίοδο 1912-1914.

Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ισμαήλ Κεμάλ ζούσε εξόριστος στο Παρίσι, όπου, αν και σε δεινή οικονομική κατάσταση, διατήρησε μεγάλο αριθμό επαφών, ενώ συνεργαζόταν με τον ανταποκριτή της ηπειρωτικής έκδοσης της Daily Mail, Σόμερβιλ Στόρι, προκειμένου ο τελευταίος να καταγράψει τα απομνημονεύματά του. Η αυτοβιογραφία του, η οποία εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, αποτελεί τη μοναδική γραπτή μαρτυρία Οθωμανού δημοσίου υπαλλήλου, η οποία έχει γραφτεί στα αγγλικά, ενώ αποτελεί και μοναδικό δείγμα μιας φιλελεύθερης, πολυπολιτισμικής οπτικής γωνίας επί του θέματος της αργοθανούσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1918, ο Ισμαήλ Κεμάλ ταξίδεψε στην Ιταλία ώστε να βρει υποστηρικτές στο κίνημά του στην Αλβανία, αλλά του απαγορεύτηκε από το ιταλικό κράτος να εγκαταλείψει τη χώρα, παραμένοντας, δίχως την επιθυμία του, φιλοξενούμενός σε ένα ξενοδοχείο της Περούτζια, κάτι που προκάλεσε την αγανάκτησή του. Πέθανε, φαινομενικά, από καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια ενός δείπνου σε αυτό το συγκεκριμένο ξενοδοχείο.

Η επιστροφή και ταφή του στη γενέτειρά του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ισμαήλ Κεμάλ πέθανε στην Περούτζια, όπου ήταν προσκεκλημένος από την ιταλική κυβέρνηση για ενδεχόμενη μελλοντική συνεργασία με την Αλβανία. Οι τρεις γιοι του, Χετέμ, Τσιαζίμι και Τσιαμίλι, και εκπρόσωποι του ιταλικού Υπουργείου Εξωτερικών, συνόδευσαν, στις 8 Φεβρουαρίου του 1919, το άψυχο σώμα του και έγινε η μεταφορά του με τρένο στο Μπρίντιζι και, στη συνέχεια, μέσω του πλοίου "Alpino" έφτασε στην Αυλώνα. Στις 12 Φεβρουαρίου, με μια μεγαλειώδη πομπή, και το φέρετρο σκεπασμένο με την εθνική σημαία της Αλβανίας μεταφέρθηκε στο χωριό Κανίνα, όπου θάφτηκε στο τζαμί στο Τεκέ, στον οικογενειακό του τάφο. «Εάν μετρήσουμε το μεγαλείο μια πολιτικής προσωπικότητας με την αγάπη του απλού λαού, -ανέφερε στις «Οικογενειακές αναμνήσεις» ο Σάφα Βλόρα- μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι κανείς δεν φτάνει τον Ισμαήλ Κεμάλ της Αυλώνα. Στην πομπή … κανείς δεν έμεινε σπίτι. Όλες οι πλευρές των βουνών και ακτών στις οποίες κινήθηκε η πομπή ήταν γεμάτες με κόσμο. Υπήρχε μια πρωτοφανής λαοθάλασσα, η οποία αδιάκοπα κατέθετε στεφάνι το οποίο κέρδισε επάξια με το σπουδαίο έργο του στη χώρα του, μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή.»[6]

Εκείνο το διάστημα η Αυλώνα βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή. Η ιταλική διοίκηση, φοβούμενη την εξέγερση, διέταξε να μην χρησιμοποιηθεί καμία αλβανική σημαία στην τελετή. Αυτή η διαταγή ήταν προσβλητική για τα αισθήματα ενός πατριωτικού λαού. Το δημοτικό συμβούλιο της Αυλώνα επέμενε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η αλβανική σημαία-σύμβολο. Η ιταλική διοίκηση κατανόησε την υπερβολική λατρεία προς το πρόσωπο του Κεμάλ και επέτρεψε να καλύψουν το φέρετρο με την αλβανική σημαία κατά τη διάρκεια της τελετής. Και έτσι έγινε, εν τέλει, το φέρετρο σκέπασε η κόκκινη σημαία με τον μαύρο αετό. Αυτή η σημαία δόθηκε στον Ισμαήλ Κεμάλ από τον δούκα του Μονπαζιέ τον Μάρτιο του 1913, όταν επισκέφθηκε την Αυλώνα. Εκείνη την περίοδο τη σημαία κρατούσε μαζί του ο μεγάλος γιος του Κεμάλ, Ετέμ Μπέι Βλόρα. Η τελετή της ταφής πραγματοποιήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου του 1919, ημέρα Τετάρτη.

Η μορφή του Ισμαήλ Κεμάλ διακρίνεται στην πρόσθια όψη του αλβανικού χαρτονομίσματος των 200 λεκ της περιόδου 1992–1996,[7] και του χαρτονομίσματος των 500 λεκ, το οποίο τυπώνεται από το 1996.[8] Στις 27 Ιουνίου 2012, ο Αλβανός Πρόεδρος, Μπαμίρ Τοπί απένειμε στον Κεμάλ το παράσημο του Τάγματος της Εθνικής Σημαίας (Post-mortem).[9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Dalibor Brozović, Tomislav Ladan: «Hrvatska enciklopedija» (Κροατικά) Ινστιτούτο Λεξικογραφίας «Μίροσλαβ Κρλέζα». 1999. 27944. ISBN-13 978-953-6036-31-8. ISBN-10 953-6036-31-2.
  2. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12460343g. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. Stavro Skendi (1967). The Albanian national awakening, 1878–1912. Princeton: Princeton University Press. σελ. 417. The Gerche memorandum, referred to often as "The Red Book" because of the color of its covers 
  4. Treadway, John D. (1983), «The Malissori Uprising of 1911», The Falcon and Eagle: Montenegro and Austria-Hungary, 1908–1914, West Lafayette, Ind.: Purdue University Press, σελ. 78, ISBN 978-0-911198-65-2, OCLC 9299144, http://books.google.rs/books?id=JVJUk2cHkDcC&pg=PA74&dq=%22Malissori+Uprising%22&f=false 
  5. Universiteti Shtetëror i Tiranës (2004), «Essential Characteristics of the State (1912—1914)», Studia Albanica, 36, Tirana: L'Institut, σελ. 18, OCLC 1996482, http://books.google.rs/books?ei=vUA0T_OEDMaA4gTRpsypAg&id=B_8VAQAAMAAJ&dq=Shteti+shqiptar+n%C3%AB+vitet+1912-1914&q=representative#search_anchor 
  6. Vlora, Darling (2008). Shqipëria dhe Shqiptarët. Tirane. σελ. 0. 
  7. Bank of Albania. Currency: Banknotes withdrawn from circulation Αρχειοθετήθηκε 2009-03-06 στο Wayback Machine.. – Retrieved 23 March 2009.
  8. Bank of Albania. Currency: Banknotes in circulation Αρχειοθετήθηκε 2009-02-26 στο Wayback Machine.. – Retrieved 23 March 2009.
  9. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2012. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προτεινόμενη ελληνική βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μαρία Νυσταζοπούλου Πελεκίδου, Οι Βαλκανικοί λαοί κατά τους μέσους χρόνους, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1992
  • Μαρία Νυσταζοπούλου Πελεκίδου, Οι Βαλκανικοί λαοί. Από την τουρκική κατάκτηση στην εθνική αποκατάσταση (14ος-19ος αιώνας), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991
  • Θάνος Βερέμης, Βαλκάνια από τον 19ο ως τον 21ο αιώνα - Δόμηση και αποδόμηση κρατών, εκδ. Εκδόσεις Πατάκη, 2004