Σκόδρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σκόδρα

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Σκόδρα
42°4′0″N 19°30′0″E
ΧώραΑλβανία
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Σκόδρας
ΠροστάτηςΠρωτομάρτυρας Στέφανος
Έκταση872,612 km²
Υψόμετρο13 μέτρα
Πληθυσμός112.276 (2011)
Ταχ. κωδ.4001–4007
Τηλ. κωδ.22
Ζώνη ώραςUTC+01:00 (επίσημη ώρα)
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Η οδός Κόλε Ιδρωμένο (Kolë Idromeno) στη Σκόδρα.

Η Σκόδρα (αλβανικά: Shkodër «Σκόντερ») είναι πόλη της βορειοδυτικής Αλβανίας και έδρα του ομώνυμου νομού. Αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα και ιστορικότερα μέρη της Αλβανίας, καθώς και σημαντικό πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο. Ανά τα χρόνια και σε διαφορετικές εποχές έχει διατηρήσει τη θέση της ως σημαντική πόλη στα Δυτικά Βαλκάνια, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης κοντά στα λιμάνια της Αδριατικής και της Ιταλίας, αλλά επίσης με χερσαίους δρόμους προς άλλες σημαντικές πόλεις σε γειτονικές περιοχές. Η σημασία της αυξάνεται από τη λίμνη Σκόδρα στα δυτικά της πόλης -τη μεγαλύτερη στα Δυτικά Βαλκάνια- που χωρίζει την Αλβανία από το Μαυροβούνιο. Ο πληθυσμός της Σκόδρας ανέρχεται σε 95.907 κατοίκους, ενώ ο Νομός Σκόδρας έχει πληθυσμό 217.375 (απογραφή 2011).

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα της πόλης απαντάται για πρώτη φορά κατά την αρχαιότητα στα Αρχαία Ελληνικά και στη γενική «Σκοδρινών», που βρίσκουμε σε νομίσματα του 2ου αιώνα π.Χ. Η απώτερη προέλευσή του είναι άγνωστη. Το όνομα υιοθετήθηκε στα Ιταλικά ως Scutari και με αυτή τη μορφή ήταν επίσης σε ευρεία χρήση στα Αγγλικά μέχρι τον 20ό αιώνα. Στα Σερβικά η Σκόδρα ήταν γνωστή ως Скадар (Σκαντάρ).

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ροζάφα, Ιλλυρικό φρούριο.

Η πόλη στην αρχαιότητα ήταν πρωτεύουσα του πρώτου βασιλείου της Ιλλυρικής φυλής των Αρδιαίων από τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. Η πόλη αναφέρεται για πρώτη φορά στους κλασικούς χρόνους ως θέση των Ιλλυρίων Λαβεατών, καθώς και ως πρωτεύουσα του Βασιλιά Γένθιου (181-168 π.Χ.) - στην οποία έκοψε νόμισμα - και εκείνου της Βασίλισσας Τεύτας (231-227 π.Χ.). Το έτος 168 π. Χ. καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους και έγινε σημαντικός εμπορικός και στρατιωτικός κόμβος. Οι Ρωμαίοι εποίκησαν την πόλη και η Σκόδρα ανήκε στην επαρχία του Ιλλυρικού και στη συνέχεια της Δαλματίας. Μετά το 395 μ.Χ. αποτέλεσε τμήμα της Επισκοπής της Δακίας, στην επαρχία της Πραιβαλιτάνα.

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θυρεός της Σκόδρας τον 14ο και 15ο αιώνα

Η αυγή του μεσαίωνα είδε να καταφθάνουν κύματα Σλάβων. Στο έργο "Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ρωμανόν" (γραμμένο από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα του 10ου αιώνα Κωνσταντίνου Ζ΄, ως εγχειρίδιο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής για χρήση του γιου και διαδόχου του Ρωμανού Β´ περιγράφει πώς ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ηράκλειος (β. 610-641) έδωσε στους Σέρβους μια χώρα στα Δυτικά Βαλκάνια το πρώτο μισό του 7ου αιώνα. Η νοτιότερη θαλάσσια πολιτεία του Σερβικού Πριγκιπάτου στην Ντούκλια (Διόκλεια) περιελάμβανε την περιοχή της Σκόδρας. Μετά τον θάνατο του Πρίγκιπα Τσασλάβου (β. 927-960) το κράτος διαλύθηκε με την Ντούκλια να διατηρεί το μεγαλύτερο μέρος του. Ο Τσάρος Σαμουήλ της Βουλγαρίας είχε το 997 καταλάβει όλη τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Αλβανίας. Στις αρχές του 11ου αιώνα ο Ιωάννης Βλαδίμηρος κυβερνούσε την Ντούκλια, κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ του Βασίλειου Β´ και του Σαμουήλ. Ο Βλαδίμηρος φαίνεται να υποχώρησε στο Κόπλικ όταν ο Σαμουήλ Α΄ εισέβαλε στην Ντούκλια και στη συνέχεια υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την υποτέλεια στη Βουλγαρία. Ο Βλαδίμηρος αργότερα αποκεφαλίστηκε από τους Βούλγαρους και αγιοποιήθηκε, τιμώμενος από τους Αλβανούς Ορθόδοξους Χριστιανούς.

Τη δεκαετία του 1030 ο Στέφαν Βόισλαβ από την Τερβουνία εξεδίωξε τον τελευταίο Βυζαντινό στρατηγό, Θεόφιλο Ερωτικό, πέτυχε να νικήσει τους Βυζαντινούς το 1042 και έκανε τη Σκόδρα πρωτεύουσά του. Ο Κονσταντίν Μποντίν (Βασιλιάς της Ντούκλια και Δαλματίας) δέχθηκε τους σταυροφόρους της Σταυροφορίας του 1101 στη Σκόδρα. Μετά τις δυναστικές διαμάχες του 12ου αιώνα, η Σκόδρα αποτέλεσε τμήμα της επαρχίας Ζέτα του Οίκου Νεμάνια. Το 1330 ο Στέφανος Ντέτσανι διόρισε τον γιο του Στέφανο Δουσάν κυβερνήτη της Ζέτα με έδρα τη Σκόδρα. Την ίδια χρονιά ο Δουσάν και ο πατέρας του ήρθαν σε σύγκρουση με αποτέλεσμα εκστρατεία του Ντέτσανι, που κατέστρεψε την αυλή του Δουσάν στον ποταμό Ντρίματς κοντά στη Σκόδρα τον Ιανουάριο του 1331. Τον Απρίλιο έκαναν ανακωχή αλλά τον Αύγουστο του 1331 ο Δουσάν πήγε από τη Σκόδρα στο Νερόντιμλιε και ανέτρεψε τον πατέρα του.

Βενετοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την πτώση της Σερβικής Αυτοκρατορίας (1373-1395) τη Σκόδρα πήρε η οικογένεια Μπάλσιτς, που παρέδωσε την πόλη στη Δημοκρατία της Βενετίας, για να δημιουργήσει μια ζώνη προστασίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κατά τη Βενετική διοίκηση η πόλη υιοθέτησε το "Καταστατικό του Σκούταρι", αστικό δίκαιο στα Βενετσιάνικα, που περιείχε επίσης Αλβανικά στοιχεία, όπως η Μπέσα και η Τζακμάρια (εκδίκηση). Οι Βενετσιάνοι έκτισαν τον ναό του Αγίου Στεφάνου και το κάστρο της Ροζάφα. Ο Βενετός ευγενής Αντόνιο Λορεντάν διορίστηκε από την πατρίδα του κυβερνήτης της Σκόδρα (12 Ιουλίου 1473).[1] Ακολούθησε η πολιορκία της Σκόδρα από τους Οθωμανούς (1474).[2] Ο Αντόνιο Λορεντάν πρωταγωνιστής στην άμυνα της πόλης από τους Βενετίας τους απέκρουσε επιτυχώς, απέκτησε τη φήμη του ήρωα πολέμου και στέφτηκε "Ιππότης του Αγίου Μάρκου".[3][4]

Οι Οθωμανοί επανήλθαν τέσσερα χρόνια αργότερα τη διετία 1478 - 1479, την πολιορκία διηύθυνε αυτοπροσώπως ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής. Περίπου δέκα βαριά κανόνια χυτεύθηκαν επί τόπου, μπάλες βάρους μέχρι 380 κιλά ρίχτηκαν πάνω στην ακρόπολη (πολλές από αυτές εκτίθενται ακόμη στο μουσείο του κάστρου) αλλά η πόλη αντιστεκόταν. Ο Μωάμεθ έφυγε και άφησε τους διοικητές του να συνεχίζουν την πολιορκία. Τον χειμώνα οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει το ένα μετά το άλλο όλα τα γύρω κάστρα : Λέζε, Ντριστ και Ζάμπλιακ Κρνογέβιτσα, οι καταλήψεις μαζί με την πείνα και τον συνεχή βομβαρδισμό έπληξε το ηθικό των υπερασπιστών. Από την άλλη μεριά οι Οθωμανοί είχαν απογοητευθεί από την πείσμωνα αντίσταση, το κάστρο βρίσκεται πάνω σε φυσικά προστατευμένο λόφο και κάθε επιχειρούμενη επίθεση προκαλούσε σημαντικές απώλειες στους επιτιθέμενους. Η ανακωχή ήταν πια επιλογή και των δύο μερών. Στις 25 Ιανουαρίου 1479 μια συμφωνία μεταξύ των Βενετών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τερμάτισε την πολιορκία επιτρέποντας στους πολίτες να αποχωρήσουν άοπλοι και στους Οθωμανούς να αναλάβουν την έρημη πόλη, οι υπερασπιστές της Ακρόπολης δραπέτευσαν στη Βενετία και οι υπόλοιποι Σέρβοι κατέφυγαν στα βουνά. Οι Οθωμανοί έκαναν τα Σκόδρα την πρωτεύουσα στο "Σαντζάκι του Σκουταρίου".

Οθωμανική Αυτοκρατορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μολυβένιο Τζαμί, χτισμένο το 1773

Έγινε το κέντρο του σαντζακίου και μετά την παγίωση της Οθωμανικής κυριαρχίας μεγάλος αριθμός κατοίκων έφυγε. Έτσι ενώ το 1485 υπήρχαν 27 Μουσουλμανικές και 70 Χριστιανικές κατοικίες, στο τέλος του επόμενου αιώνα υπήρχαν πάνω από 200 Μουσουλμανικές με 27 Χριστιανικές αντίστοιχα. Γύρω στον 17ο αιώνα η πόλη άρχισε να ευημερεί και έγινε το κέντρο του ομώνυμου σαντζακίου (το σαντζάκι ήταν Οθωμανική διοικητική μονάδα μικρότερη από το βιλαέτι). Έγινε το οικονομικό κέντρο της βόρειας Αλβανίας και οι τεχνίτες της παρήγαγαν υφάσματα, μεταξωτά και ασημικά. Είχαν κατασκευασθεί διώροφα πέτρινα σπίτια, αγορά και η Κεντρική ή Μεσαία Γέφυρα (Ura e Mesit), πάνω από τον ποταμό Κιρ, το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, μήκους πάνω από 100 μέτρα, με 13 πέτρινα τόξα, το μεγαλύτερο ανοίγματος 22 και ύψους 12 μέτρων.

Η Σκόδρα ήταν σημαντική πόλη υπό την Οθωμανική κυριαρχία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Διατήρησε τη σημασία της μέχρι τη λήξη της Οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια στις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτό οφείλεται στη στρατηγική της θέση, που τη συνδέει άμεσα με την Αδριατική και τα Ιταλικά λιμάνια, αλλά επίσης με χερσαίους δρόμους προς το άλλο σημαντικό Οθωμανικό κέντρο, συγκεκριμένα το Πρίζρεν. Η πόλη ήταν σημαντικός τόπος συνάντησης διαφορετικών πολιτισμών από άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας, καθώς και επιρροών που προέρχονταν από τα δυτικά, από Ιταλούς εμπόρους. Ήταν κέντρο του Ισλάμ στην περιοχή, βγάζοντας πολλούς ουλεμάδες, ποιητές και διοικητές, ιδιαίτερα από την οικογένεια Μπουσάτι.

Τον 18ο αιώνα η Σκόδρα έγινε κέντρο του ομώνυμου πασαλικίου, υπό την εξουσία της οικογένειας Μπουσάτι, που κυβέρνησε από το 1757 έως το 1831. Η σημασία της Σκόδρας ως εμπορικού κέντρου το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν το κέντρο του ομώνυμου βιλαετίου και σημαντικό εμπορικό κέντρο για όλη τη Βαλκανική χερσόνησο. Είχε περισσότερα από 3500 καταστήματα και από τα κύρια προϊόντα της ήταν ενδύματα, δέρματα, καπνός και πυρίτιδα. Ιδρύθηκε μια ιδιαίτερη διοίκηση για να χειρίζεται το εμπόριο, ένα εμπορικό δικαστήριο και ένα διευθυντήριο των υπηρεσιών ταχυδρομικών τελών με άλλες χώρες. Άλλες χώρες είχαν ανοίξει προξενεία στη Σκόδρα ήδη από το 1718. Το Όμποτ και το Ούλτσινι λειτουργούσαν ως λιμάνια της Σκόδρας και αργότερα το Σέντζιν (San Giovanni di Medua). Ιησουϊτική σχολή και επιτροπή Φραγκισκανών ιδρύθηκαν στην πόλη τον 19ο αιώνα. Ηταν επίσης το κύριο σημείο διακίνησης παράνομων προϊόντων μέσω του Μαυροβουνίου και της ανατολικής Ευρώπης.

Πριν το 1867 η Σκόδρα (Ισκόντρα) ήταν σαντζάκι του Πασαλικίου της Ρούμελης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1867 το σαντζάκι της Σκόδρας συνενώθηκε με το σαντζάκι των Σκοπίων (Ουσκούπ) και αποτέλεσαν το βιλαέτι της Σκόδρας. Το βιλαέτι της Σκόδρας αποτελούνταν από τα σαντζάκια της Σκόδρας, του Πρίζρεν και της Δίβρης. Το 1877 το Πρίζρεν περιήλθε στο Βιλαέτι του Κοσσυφοπεδίου και η Δίβρη στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου, ενώ η πόλη του Δυρραχίου αποτέλεσε σαντζάκι. Το 1878 το Μπαρ και η Ποντγκόριτσα ανήκαν στο Μαυροβούνιο. Το 1900 το βιλαέτι της Σκόδρας χωρίστηκε στα σαντζάκια Σκόδρας και Δυρραχίου.

Ανέγερση του Καθεδρικού της Σκόδρας το 1867

Εποχή του Εθνικισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σκόδρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Λίγκα του Πρίζρεν, το Αλβανικό απελευθερωτικό κίνημα. Οι Σκοδρινοί έλαβαν μέρος σε μάχες για να προστατεύσουν τα Αλβανικά εδάφη. Ο κλάδος της Σκόδρας της Λίγκας του Πρίζρεν, που είχε τη δική του ένοπλη ομάδα, πολέμησε για την υπεράσπιση του Πλάβα-Γκουσίνιε και των Χότι και Γκρούντα και του Ούλτσινι. Ως κέντρο του λειτούργησε η Βιβλιοθήκη Μπουσάτι, που χτίστηκε τη δεκαετία του 1840. Πολλά βιβλία συγκεντρώθηκαν σε βιβλιοθήκες Καθολικών ιεραποστόλων, που εργάζονταν στη Σκόδρα. Δημιουργήθηκαν φιλολογικοί, πολιτιστικοί και αθλητικοί σύλλογοι, όπως ο Μπασκίμι ("Η Ενωση") και ο Ατζίμι ("Η Αυγή"). Οι πρώτες Αλβανικές εφημερίδες και εκδόσεις, που κυκλοφόρησαν στην Αλβανία προήλθαν από τυπογραφείο της Σκόδρας. Η οικογένεια φωτογράφων Μαρούμπι, που άρχισε να εργάζεται στη Σκόδρα, άφησε πίσω της πάνω από 150.000 αρνητικά από την περίοδο του Αλβανικού απελευθερωτικού κινήματος, την ύψωση της Αλβανικής σημαίας στον Αυλώνα και τη ζωή στις Αλβανικές πόλεις κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα.

20ός αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους η Σκόδρα πέρασε από τη μία κατοχή στην άλλη, όταν οι Οθωμανοί νικήθηκαν από το Βασίλειο του Μαυροβουνίου. Οι Οθωμανικές δυνάμεις υπό τον Χασάν Ριζά Πασά και τον Εσάντ Πασά είχαν αντισταθεί για επτά μήνες στην περικύκλωση της πόλης από τις Μαυροβουνιακές δυνάμεις και τους Σέρβους συμμάχους τους. Τελικά ο Εσάντ (ο Χασάν είχε ήδη μυστηριωδώς σκοτωθεί σε μια ενέδρα μέσα στην πόλη) παραδόθηκε στο Μαυροβούνιο τον Απρίλιο του 1913, αφού όμως αυτό κατέβαλε τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, με πάνω από 10.000 απώλειες. Το Μαυροβούνιο υποχρεώθηκε να αφήσει την πόλη στο νέο κράτος της Αλβανίας τον Μάιο του 1913.

Νεοκατασκευασθείσα γέφυρα πάνω από τον Ποταμό Μπούνα

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι δυνάμεις του Μαυροβουνίου κατέλαβαν πάλι τη Σκόδρα στις 27 Ιουνίου 1915. Τον Ιανουάριο του 1916 η πόλη καταλήφθηκε από την Αυστροουγγαρία και ήταν το κέντρο της ζώνης κατοχής της. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η διεθνής στρατιωτική διοίκηση της Αλβανίας βρισκόταν προσωρινά στη Σκόδρα και τον Μάιο του 1920 η πόλη τέθηκε υπό τη διοίκηση της εθνικής κυβέρνησης των Τιράνων. Το δεύτερο μισό του 1920 η Σκόδρα αντιστάθηκε σε νέα απειλή, τη στρατιωτική επέμβαση του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων.

Η Σκόδρα υπήρξε το κέντρο των δημοκρατικών κινημάτων των ετών 1921-1924. Η δημοκρατική αντιπολίτευση κέρδισε την πλειοψηφία για τη Συντακτική Συνέλευση και στις 31 Μαΐου 1924 οι δημοκρατικές δυνάμεις ανέλαβαν τον έλεγχο της πόλης και από τη Σκόδρα κατευθύνθηκαν προς τα Τίρανα. Από το 1924 έως το 1939 η Σκόδρα είχε μια βραδεία βιομηχανική ανάπτυξη, άνοιξαν μικρά εργοστάσια που παρήγαν τρόφιμα, υφάσματα και τσιμέντο. Από 43 το 1924 ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 73 το 1938, ενώ ο πληθυσμός της πόλης αντίστοιχα από 20.000 σε 29.000 κατοίκους.

Η Σκόδρα ήταν έδρα Καθολικής αρχιεπισκοπής και είχε μερικά θρησκευτικά σχολεία. Το πρώτο κοσμικό σχολείο άνοιξε εδώ το 1913 και το Κρατικό Γυμνάσιο το 1922. Ήταν το κέντρο πολλών πολιτιστικών συλλόγων. Η Σκόδρα ήταν η πρώτη πόλη στην Αλβανία που συγκρότησε αθλητικό σύλλογο, τη "Βλάζνια" (αδελφοσύνη).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η Σκόδρα ήταν πάλι βασικό κέντρο, τη φορά αυτή του δημοκρατικού κινήματος, που έθεσε τέρμα στο κομμουνιστικό καθεστώς, που εγκαθιδρύθηκε από τον Ενβέρ Χότζα.

Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 η πόλη βίωσε μια αναγέννηση, καθώς πολλοί δρόμοι πλακοστρώνονται, κτίρια βάφονται και ανακαινίζονται αλλά και δρόμοι μετονομάζονται. Ο τουρισμός επίσης είναι ένας σημαντικός μοχλός ανάπτυξης της πόλης και η δυναμική του όλο και αυξάνεται σταδιακά.

Τον Δεκέμβριο του 2010 η Σκόδρα και η γύρω περιοχή επλήγη από την, πιθανότατα, χειρότερη πλημμύρα των τελευταίων 100 ετών. Το 2011 κατασκευάσθηκε μια νέα στρεφόμενη γέφυρα πάνω από τον Ποταμό Μπούνα, αντικαθιστώντας την παρακείμενη παλιά.

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σκόδρα είναι σημαντικό εκπαιδευτικό και βιομηχανικό κέντρο. Η πόλη παράγει διάφορα μηχανολογικά και ηλεκτρικά εξαρτήματα και υφάσματα και προϊόντα τροφίμων. Το Πανεπιστήμιο Λουίτζι Γκουρακούκι της Σκόδρας είναι ένα από τα διασημότερα εκπαιδευτικά κέντρα της Αλβανίας. Η δημόσια βιβλιοθήκη της πόλης περιέχει πάνω από 250.000 βιβλία. Υπάρχουν αρκετά άλλα πολιτιστικά ιδρύματα, όπως το Πολιτιστικό Κέντρο, το Αρχείο Φωτογραφιών Μαρούμπι, η Ένωση Καλλιτεχνών και Συγγραφέων, το Θέατρο Μιγκένι (που πήρε το όνομά του από το ψευδώνυμο του Μίλος Γκέργκι Νικόλα, Αλβανού ποιητή και συγγραφέα), η Πινακοθήκη Τεχνών και το Ιστορικό Μουσείο. Η Σκόδρα είναι το κέντρο του Αλβανικού Καθολικισμού και η πιο εξέχουσα πόλη των Ρωμαιοκαθολικών στην Αλβανία. Αρχιτεκτονικά ιστορικά πολιτιστικά μνημεία είναι το Κάστρο της Σκόδρας (Ροζάφα), τα Τουρκικά Λουτρά και το Μολυβένιο Τζαμί. Το Κάστρο της Σκόδρας έγινε γνωστό κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε το υπερασπίστηκαν οι Τούρκοι στρατηγοί Χασάν Ριζά Πασάς και Εσάντ Πασάς. Πολλά φεστιβάλ διεξάγονται σε ετήσια βάση, όπως το Καρναβάλι, το Παιδικό Φεστιβάλ, η Μέρα της Λίμνης και το Σκόντρα Τζαζ Φεστ.

Η Σκόδρα είναι επίσης γνωστή για τις Ισλαμικές της σπουδές και διαθέτει το μοναδικό ίδρυμα στην Αλβανία που παρέχει υψηλού επιπέδου εκπαίδευση για Αραβικές και Ισλαμικές Σπουδές.

Μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μελωδίες της πόλης διαφέρουν από την αγροτική μουσική της ενδοχώρας, αλλά όλες είναι δημοφιλείς στη Σκόδρα. Η βόρεια μουσική είναι ένας εκλεπτυσμένος συνδυασμός ρομαντικών και σοφιστικέ αποχρώσεων με ανατολίτικες κλίμακες και μια συνεχή αλληλεπίδραση ματζόρε και μινόρε. Έχει μεγάλη συγγένεια με τα σεβνταλίνκε της Βοσνίας και της γειτονικής περιοχής Ράσκα Ομπλάστ στη Σερβία, αλλά διαφέρει από αυτές ως προς τις ακραίες τους φόρμες, ενώ διατηρούν μια χαρακτηριστικά Αλβανική ποιότητα με το εξαιρετικό κυμάτισμα του ρυθμού. Παλιές περιγραφές τέτοιων μουσικών ομάδων, που χρονολογούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα, αναφέρουν χρήση βιολιού, κλαρινέτου, φυσαρμόνικας, ντεφιού, και μερικές φορές Ινδικής μορφής αρμονίου και κρουστών. Σήμερα το ακορντεόν και η κιθάρα έχουν αντικαταστήσει τα πιο εξωτικά όργανα.

Αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη και η γύρω περιοχή είναι ευνοημένες με ποικιλία φυσικών και πολιτιστικών στοιχείων. ελκυστικότερες συνοικίες της πόλης θεωρούνται η Πιάτσα, μεταξύ των αγαλμάτων της Μητέρας Τερέζας και του Λουίγκι Γκουρακούκι, και το Γκιουχαντόλ, η γειτονιά γύρω από ένα από τους γραφικότερους δρόμους, που συνδέει τον Καθεδρικό στην ανατολική πλευρά της πόλης με το κέντρο της. Το πιο αναγνωρίσιμο μνημείο είναι το θρυλικό Κάστρο Ροζάφα, γνωστό επίσης ως Ροζαφάτι.

Το Κάστρο Ροζάφα
Το Κάστρο Ροζάφα στην κορυφή ενός λόφου που δεσπόζει του Μπούνα
  • Κάστρο Ροζάφα. Υψώνεται επιβλητικά πάνω σε βραχώδη λόφο, 130 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, περιβαλλόμενο από τους ποταμούς Μπούνα και Δρίνο. Λόγω της στρατηγικής του θέσης ο λόφος είχε κατοικηθεί από την αρχαιότητα. Ήταν Ιλλυρικό οχυρό, μέχρι που καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. Ο Γερμανός συγγραφέας και εξερευνητής του 19ου αιώνα Γιόχαν Γκέοργκ φον Χαν υποστήριξε ότι η αρχαία και μεσαιωνική πόλη της Σκόδρας βρισκόταν αμέσως νότια του λόφου Ροζάφα, μεταξύ του λόφου και της συμβολής Μπούνα και Δρίνου. Οι οχυρώσεις, όπως έχουν διατηρηθεί σήμερα, είναι κυρίως Βενετικής προέλευσης. Το κάστρο υπήρξε θέατρο πολλών γνωστών πολιορκιών, μεταξύ αυτών η πολιορκία από τους Οθωμανούς το 1478 και εκείνη από τους Μαυροβούνιους το 1912. Το κάστρο και η γύρω περιοχή του αποτελούν Αρχαιολογικό Πάρκο.
  • Γέφυρα Μες. Κεντρική ή Μεσαία Γέφυρα (Ura e Mesit), πάνω από τον ποταμό Κιρ, είναι στο χωριό Μες, περίπου 5 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σκόδρας. Χτίστηκε γύρω στα 1780, από τον Καρά Μαχμούντ Μπουσάτι, τον τοπικό Οθωμανό πασά. Έχει μήκος 108 μέτρα, με 13 πέτρινα τόξα, το μεγαλύτερο ανοίγματος 22 και ύψους 12 μέτρων, και αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες Οθωμανικές γέφυρες στην περιοχή. Κατασκευάσθηκε ως τμήμα του δρόμου που ανεβαίνει στην Κοιλάδα του Κιρ, με τελικό προορισμό την Πρίστινα.
Γέφυρα Μες, 1906
  • Τζαμί Εμπού Μπέκερ. Υπήρξε ιστορικά σημαντικό για την ακαδημαϊκή εκπαίδευση της πόλης και έχει προσελκύσει σημαντικούς Μουσουλμάνους λόγιους και θεολόγους.


Νότια πλευρά του Μολυβένιου Τζαμιού
Μολυβένιο Τζαμί, άποψη από το Κάστρο Ροζάφα
  • Μολυβένιο τζαμί. Βρίσκεται σε μια μικρή λίμνη και δεν είναι σε λειτουργία. Ονομάστηκε έτσι γιατί όλοι οι τρούλοι του είναι από μόλυβδο. Χτίστηκε το 1773 από τον Αλβανό πασά Μεχμέτ Μπουσάτι, της ομώνυμης οικογένειας ευγενών, που εκείνη την εποχή ήταν βεζίρης του Πασαλικίου της Σκόδρας. Με την ενέργειά του αυτή σκόπευε να δώσει στη γενέτειρά του την αίσθηση της πρωτεύουσας. Λέγεται ότι η ανέγερση του τζαμιού έγινε σε χώρο ιδιοκτησίας της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Μεχμέτ Μπουσάτι ασχολήθηκε προσωπικά με την κατασκευή και οι πέτρες κόπηκαν υπό την επίβλεψή του. Σχεδόν καθημερινά κατέβαινε από την κατοικία του, στο Κάστρο Ροζάφα, για να παρακολουθεί την πρόοδο των εργασιών. Πρώτος ιμάμης του τζαμιού ήταν ο Χατζί Αχμέτ Μισρία, Αιγυπτιακής καταγωγής. Στις αρχές του 20ού αιώνα το τζαμί άρχισε να καταστρέφεται και ο μόλυβδος που κάλυπτε τους τρούλους του σταδιακά εκλάπη. Το 1916 ο μόλυβδος που είχε απομείνει αφαιρέθηκε από τον Αυστριακό στρατό, κατά την Αυστριακή κατοχή της Αλβανίας. Το 1967 κεραυνός κατέστρεψε τον μιναρέ του, που είχε προηγουμένως ανακατασκευασθεί το 1920 από τον Τζελάλ Μπουσάτι, απόγονο του Μεχμέτ Μπουσάτι. Την ίδια χρονιά το τζαμί έκλεισε, όπως τα άλλα θρησκευτικά ιδρύματα, όταν ο Κομμουνιστής ηγέτης Ενβέρ Χότζα κήρυξε την Αλβανία αθεϊστικό κράτος. Σε αντίθεση με άλλα τζαμιά, που καταστράφηκαν εκείνη την εποχή, επέζησε του Κομμουνιστικού καθεστώτος, πιθανότατα γιατί είχε κηρυχτεί Πολιτιστικό Μνημείο το 1948. Στις 16 Νοεμβρίου 1990 το Μολυβένιο Τζαμί προηγήθηκε των άλλων τζαμιών στην Αλβανία οπότε και άνοιξε εκ νέου, όταν επιτράπηκε πάλι η θρησκεία στη χώρα. Η πρώτη θρησκευτική λειτουργία έγινε εκεί από τον Χαφίζ Σαμπρί Κότσι μετά από 23 χρόνια κρατικού αθεϊσμού. Το Μολυβένιο Τζαμί έχει Οθωμανική αρχιτεκτονική, σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα τζαμιά στην Αλβανία, που ακολουθούν την Αραβική αρχιτεκτονική. Σε αυτό αντικατοπτρίζεται σε μεγάλο βαθμό η κλασική Οθωμανική αρχιτεκτονική της Κωνσταντινούπολης, που εγκαινιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν τον 16ο αιώνα. Το τζαμί είναι χτισμένο από πελεκημένες πέτρες του ίδιου σχεδόν μεγέθους, που δημιουργεί μια ευχάριστη κατασκευαστική συμμετρία. Οι πέτρες μεταφέρθηκαν από το κοντινό χωριό Γκουρ ι Ζι, από ανθρώπους που έκαναν γραμμή χιλιομέτρων μέχρι το σημείο της κατασκευής. Το τζαμί έχει επισκευασθεί επανειλημμένα (1863, 1920 και 1963).
Ο Καθολικός Καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου από την Πλατεία
  • Καθεδρικός της Σκόδρας. Γνωστός επίσης ως Καθολικός Καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου ή Κίσα ε Μάντε (Η Μεγάλη Εκκλησία). Κατά την πολιορκία της Σκόδρας (1912-1913) ο Καθεδρικός καταστράφηκε από τον στρατό του Μαυροβουνίου, ιδιαίτερα η νοτιοανατολική πλευρά, προκαλώντας φωτιά στο καμπαναριό. Ο Καθεδρικός έκλεισε το 1967 και ξανάνοιξε το 1990. Η αφιέρωση αυτής της εκκλησίας στον Αγιο Στέφανο, πρώτο πολιούχο της πόλης, ανάγεται σε προϋπάρχουσα ομώνυμη εκκλησία στο Κάστρο Ροζάφα, πάνω στα ερείπια της οποίας χτίστηκε ένα τζαμί. Ο Μαρίνο Μπαρλέτι, σημαντικός Αλβανός συγγραφέας του 16ου αιώνα, μνημονεύει την παλιά εκκλησία και τον πολιούχο της πόλης στο έργο του Historia de vita et gestis Scanderbegi Epirotarum principis (Η ιστορία της ζωής και των έργων του Σκεντέρμπεη, πρίγκιπα των Ηπειρωτών), όπου περιγράφει την πολιορκία της Σκόδρας από το 1478 έως τις 25 Απριλίου 1479 με τη Λίγκα του Λέζε να υπερασπίζεται αβοήθητη το κάστρο από τον στρατό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέχρι το κάστρο να πέσει τελικά στα χέρια των Τούρκων. Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της Οθωμανικής κατοχής οι επίσκοποι της πόλης ήταν αναγκασμένοι να ζουν έξω από την πόλη. Το 1762, 5 χρόνια μετά την ίδρυση του Πασαλικίου της Σκόδρας, του πρώτου Αλβανικού Πασαλικίου υπό την οικογένεια Μπουσάτι, επιτράπηκε τελικά στον Επίσκοπο Παλ Πιέτερ Κάμσι να κατοικήσει πάλι μέσα στην πόλη. Το 1851, αφού οι πιστοί είχαν επανειλημμένα ζητήσει άδεια από τον Σουλτάνο για την ανέγερση της εκκλησίας, ο Αμπντούλ Μετζίτ εξέδωσε το σχετικό διάταγμα. Ο αρχικά ξύλινος τρούλος σχεδόν κατέρρευσε 35 χρόνιαμετά την κατασκευή του, έτσι το 1897 αντικαταστάθηκε από άλλον, που είναι αυτός που υπάρχει σήμερα. Το 1909 ο Αλβανός ζωγράφος Κόλε Ιδρομένο κατασκεύασε φατνώματα στο θόλο. Η ζωγραφική του στον θόλο φαίνεται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα εκείνη της Παναγίας της Σκόδρας, πλαισιωμένης από δύο αγγέλους, ντυμένους με λαϊκές ενδυμασίες της Σκόδρας. Στο βάθος είναι η πόλη της Σκόδρας, περιβαλλόμενη από το Κάστρο Ροζάφα. Ένας σεισμός το 1905 και ο βομβαρδισμός στις 12 Μαρτίου 1913, κατά την πολιορκία της πόλης, κατέστρεψαν το καμπαναριό και το ρολόι, που είχε γίνει δωρεά από τους αδερφούς Κακαρίκι΄΄. Το 1925 η οικογένεια Κακαρίκι αγόρασε άλλο ρολόι που δούλευε μέχρι το 1967, οπότε η εκκλησία μετατράπηκε σε Παλάτι των Σπορ΄΄, ακολουθώντας την Πολιτιστική Επανάσταση. Κατά ειρωνικό τρόπο ακόμη και το Συνέδριο Κομμουνιστών Γυναικών της Αλβανίας συνήλθε στον Καθεδρικό το 1973. Οι πύργοι καθαιρέθηκαν και η πύλη σφραγίστηκε. Το 1990 ο Καθεδρικός ξανάνοιξε και στις 11 Νοεμβρίου τελέσθηκε εκεί η πρώτη λειτουργία στη χώρα μετά το 1967. Μια συμβολική λειτουργία τελέσθηκε στον καθεδρικό στις 21 Μαρτίου 1991 και το 1993 τον επισκέφθηκε ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄.
  • Ορθόδοξη Μητρόπολη της Σκόδρας (της Γεννήσεως του Χριστού).
  • Μνημείο του Ισα Μπολετίνι. Ανδριάντας ύψους 4,8 μέτρων, του 1986.
  • Κρατούλ. Το Κρατούλ υπήρξε Ιλλυρικός οικισμός και οχύρωση στα εδάφη της Ιλλυρικής φυλής των Λαβεατών. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι η ζωή στον οικισμό διήρκεσε από την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (αρχές της 1ης χιλετίας π.Χ.) μέχρι τον 1ο αιώνα μ.Χ. Τα ερείπια των οχυρώσεων του Κρατούλ βρίσκονται στον ομώνυμο λόφο, σε υψόμετρο 143 μ., πάνω από το σημερινό χωριό Μποκς. Στην πεδιάδα νότια του χωριού, κοντά στις αριστερές όχθες του ποταμού Κιρ, βρίσκονται 160 ταφικοί τύμβοι του Στόι, που χρονολογούνται από την πρώιμη Εποχή του Ορείχαλκου. Το ίδιο το Κρατούλ βρίσκεται 8 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του κέντρου της Σκόδρας και μόνο 600 μέτρα βόρεια της γέφυρας Μες. Οι οχυρώσεις του Κρατούλ αποτελούν αντιπροσωπευτικό παράδειγμα που αναδεικνύει την τυπολογία της στρατιωτικής αρχιτεκτονικής μεταξύ των Ιλλυριών. Τα οχυρωματικά τείχη περικλείουν μια περιοχή ελλειπτικού σχήματος (που είναι ασυνήθιστη σε άλλες οχυρώσεις, αλλά συνάδει με τη μορφή του εδάφους) και καλύπτει περίπου 5 στρέμματα. Το τείχος ήταν χτισμένο με μεγάλες πέτρες και στις δυο του πλευρές, ενώ το εσωτερικό του ήταν γεμισμένο με μικρότερες. Οι πέτρες είναι ακατέργαστες και δεν έχει χρησιμοποιηθεί κονίαμα. Το πλάτος των τειχών φτάνει τα 3,35 μ. ενώ το ύψος είναι 2,55. Εχουν ταυτοποιηθεί τρεις πύλες που χρησίμευαν για την επικοινωνία. Οι δύο από αυτές είναι η μία απέναντι από την άλλη στη βόρεια και στη νότια πλευρά, ενώ η τρίτη στην ανατολική. Μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί ίχνη σπιτιών μέσα στον οικισμό.

Η Λίμνη της Σκόδρας είναι η μεγαλύτερη της Βαλκανικής χερσονήσου και σημαντικός θερινός προορισμός για τους κατοίκους και τουρίστες.

Άλλο ενδιαφέρον ιστορικό αξιοθέατο είναι τα ερείπια του Σουρντάχ (Σάρδα), μεσαιωνικής πόλης που απέχει μόνο 15 χιλιόμετρα από τη Σκόδρα. Για να πάει κάποιος εκεί πρέπει να πάρει μία βενζινάκατο από το Φράγμα Βάου ι Ντέγια μέχρι το νησί, όπου βρίσκεται το Σουρντάχ (περιπου 16 χιλιόμετρα). Το Σουρντάχ χτίστηκε στην κορυφή ενός λόφου στο νησί, έκτασης περίπου 75 στρεμμάτων, που περιβάλλεται από τα νερά του ποταμού Δρίνου (που σήμερα έχει εκτραπεί και σχηματίζει μια τεχνητή λίμνη). Κάποτε ήταν θέρετρο της διάσημης οικογένειας Ντουκαγίνι.

Περίπου 5 χιλιόμετρα ανατολικά της Σκόδρας βρίσκεται το μεσαιωνικό Κάστρο της Ντρισχτ.

Πολλοί επισκέπτες αισθάνονται ότι η Σκόδρα είναι η ψυχή της Αλβανίας. Η πολύ χαρακτηριστική όψη της πόλης οφείλεται στην αντιπαράθεση παλιών σπιτιών και στενών δρόμων με πέτρινους τοίχους και σύγχρονα κτίρια. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμο τμήμα της Σκόδρας ανοικοδομήθηκε με φαρδύτερους δρόμους για να διευκολύνει την κίνηση των αυτοκινήτων και κατασκευάζονται συνεχώς νέες κατοικίες.

Στη Σκόδρα βρίσκεται το Στάδιο Λόρο Μπορίτσι, το δεύτερο μεγαλύτερο της Αλβανίας.

Σημαντικοί Σκοδρινοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρακάτω είναι μερικές από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που γεννήθηκαν ή ήταν επί μακρόν κάτοικοι στη Σκόδρα :

  • Πρένκε Γιάκοβα (1917-1969), ο συγγραφέας της πρώτης Αλβανικής όπερας
  • Σιμόν Γκιόνι (1925-1991), συνθέτης
  • Λουίτζι Γκουρακούμι (1879-1925), ένας από τους ηγέτες του Αλβανικού απελευθερωτικού κινήματος
  • Τσεσκ Ζαντέγια (1927-1997) συνθέτης,
  • Ερκάντ Κεριμάι (γ. 1988), παγκόσμιος πρωταθλητής της άρσης βαρών
  • Ντρε Μιέντα (1866-1937), Αλβανός Καθολικός ρομαντικός ποιητής
  • Μουχάμαντ Νασιρουντίν αλ-Αλμπάνι (1914-1999)
  • Μίλος Γκέργκι Νικόλα (1911-1938), ποιητής (ψευδώνυμο Μιγκιένι)
  • Φιλίπ Σιρόκα (1859-1935), ποιητής της Αλβανικής αναγέννησης
  • Τζέρτζι Φίστα (1871-1940), Αλβανός Καθολικός ποιητής

Αδελφοποιημένες πόλεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Théoharis Stavrides (2001). "The" Sultan of Vezirs: The Life and Times of the Ottoman Grand Vezir Mahmud Pasha Angelović (1453 - 1474)
  2. Hugh Honour (1997). The Companion Guide to Venice. Companion Guides. p. 53.
  3. Seth Parry (2008). Fifty Years of Failed Plans: Venice, Humanism, and the Turks (1453--1503)
  4. Italian history & culture. Cadmo. 1997. p. 136. "Antonio Loredan, the heroic defender of Scutari in 1474, whom the government named knight of San Marco for his military merits."

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Théoharis Stavrides (2001). "The" Sultan of Vezirs: The Life and Times of the Ottoman Grand Vezir Mahmud Pasha Angelović (1453 - 1474)
  • Hugh Honour (1997). The Companion Guide to Venice. Companion Guides.
  • Seth Parry (2008). Fifty Years of Failed Plans: Venice, Humanism, and the Turks (1453--1503)
  • Fine, John Van Antwerp (1991) [1983]. The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century (στα Αγγλικά). Ανν Άρμπορ, Μίσιγκαν: University of Michigan Press. ISBN 0-472-08149-7. 
  • Koti, Isidor (2006). "Celebration of Saint John Vladimir in Elbasan". Orthodox Autocephalous Church of Albania.
  • Wilkes, John J. (1995). The Illyrians. Oxford, United Kingdom: Blackwell Publishing.