Ελληνική κουζίνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χωριάτικη σαλάτα.

Η ελληνική κουζίνα είναι όρος ο οποίος περιγράφει την παραδοσιακή κουζίνα των Ελλήνων.

Η σύγχρονη ελληνική μαγειρική έχει ευρεία χρήση ελαιολάδου, δημητριακών, ζυμαρικών, κρασιού, κρέατος, λαχανικών, οσπρίων και ψαριών-θαλασσινών. Επίσης, άλλα σημαντικά τροφικά προϊόντα είναι οι ελιές, οι ντομάτες, το τυρί, οι μελιτζάνες, τα κολοκυθάκια, το κρεμμύδι, το σκόρδο, οι πιπεριές, μυρωδικά, το γιαούρτι και ο χυμός λεμονιού, ενώ θέση στο τραπέζι κατέχει σχεδόν πάντα και το ψωμί. Τα κύρια χαρακτηριστικά των παραδοσιακών ελληνικών γλυκών είναι οι ξηροί καρποί, το μέλι και το σουσάμι, ενώ συχνά χρησιμοποιούνται και διάφορα φρούτα κυρίως για τα λεγόμενα γλυκά του κουταλιού, αλλά επίσης και ζυμαρικά για ορισμένες συνταγές.

Ακόμα μια σημαντική παράμετρος της Ελληνικής κουζίνας και κουλτούρας είναι οι μεζέδες που είναι ένα συλλογικό όνομα για μια ποικιλία από διάφορα μικρά γεύματα, που συνήθως σερβίρονται με κρασί, ούζο ή τσίπουρο σε μεζεδοπωλεία, ουζερί και τσιπουράδικα, αλλά επίσης σερβίρονται και σε επισκέπτες που μπορεί να έχει κάποιος στο σπίτι του.

Η κουζίνα των Ελλήνων χαρακτηρίζεται ως Μεσογειακή, ενώ επίσης έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τις παραδοσιακές κουζίνες της Ιταλίας, των Βαλκανίων, της Τουρκίας και του Λεβάντες (τμήμα της Μέσης Ανατολής).

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοπτόν γνωστό και ως Μπακλαβάς
Μπιφτέκι με γέμιση ελληνική φέτα

Κατά την αρχαιότητα και συγκεκριμένα το 320 π.Χ. γράφτηκε το πρώτο βιβλίο μαγειρικής στην ιστορία, από τον αρχαίο Έλληνα Αρχέστρατο, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως ο Πατέρας της Γαστρονομίας.

Η αρχαία ελληνική κουζίνα χαρακτηριζόταν από λιτότητα και είχε ως βάση την λεγόμενη «τριάδα της Μεσογείου»: Σιτάρι - ελαιόλαδο - κρασί, με βάση τα ψάρια. Το κρέας τρωγόταν πιο σπάνια, ενώ σημαντική παρουσία είχαν τα οπωροκηπευτικά και όσπρια, καθώς και τα γαλακτοκομικά (κυρίως το τυρί). Αυτή η τάση στην ελληνική διατροφή συνεχίστηκε στα ρωμαϊκά και μετέπειτα στα ενετικά και οθωμανικά χρόνια και μεταβλήθηκε σχετικά πρόσφατα, που με την τεχνολογική πρόοδο το κρέας έχει γίνει πολύ πιο εύκολα διαθέσιμο στο ευρύ πλήθος. Η αστικοποίηση, περίπου μετά το 1960, έφερε τις ανάλογες αλλαγές όπως νέες συνταγές, νέους τρόπους παρουσίασης και περισσότερα επεξεργασμένα τρόφιμα.

Το κρασί και το ελαιόλαδο ήταν πάντα ένα κεντρικό μέρος της ελληνικής κουζίνας διαχρονικά και η εξάπλωση των σταφυλιών και των ελαιόδεντρων στην περιοχή της Μεσογείου και ακόμη πιο μακριά συσχετίζεται στενά με τον Ελληνικό αποικισμό.

Η Βυζαντινή κουζίνα ήταν παρόμοια με την αρχαιοελληνική κουζίνα και αποτελεί την φυσική της συνέχεια, με κύρια διαφορά όμως ότι περιλαμβάνει νέα συστατικά που δεν ήταν διαθέσιμα στο παρελθόν, όπως το χαβιάρι, το μοσχοκάρυδο, τον βασιλικό και τα λεμόνια, ενώ το ψάρι συνεχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διατροφής και ιδιαίτερα στους ανθρώπους πότε που ζούσαν κοντά στην θάλασσα. Η βυζαντινή κουζίνα είχε επωφεληθεί από τη κομβική γεωγραφική θέση της Κωνσταντινούπολης που ήταν ένα παγκόσμιο κέντρο του εμπορίου των μπαχαρικών.

Επισκόπηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρίγανη.

Το πιο χαρακτηριστικό και αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής κουζίνας είναι το ελαιόλαδο, όπου χρησιμοποιείται συχνά στα περισσότερα πιάτα. Παράγεται από τους καρπούς των ελαιόδεντρων και αποτελεί χαρακτηριστική γεύση της ελληνικής διατροφής. Ακόμα, τα δημητριακά είναι αναπόσπαστο και βασικό κομμάτι της ελληνικής κουζίνας διαχρονικά. Η βασική παραγωγή σιτηρών στην Ελλάδα είναι το σιτάρι και το κριθάρι. Σημαντικά λαχανικά είναι οι ντομάτες, οι μελιτζάνες, οι πατάτες, τα φασόλια, οι μπάμιες, οι πιπεριές, τα σκόρδα, τα αγγούρια, τα καρότα και τα κρεμμύδια. Το μέλι στην Ελλάδα παράγεται κυρίως από το νέκταρ των οπωροφόρων, εσπεριδοειδών και κωνοφόρων δέντρων, καθώς και από θυμάρι και άνθη. Επίσης υπάρχει και η Μαστίχα που είναι αρωματική φυσική ρητίνη που εξάγεται από το μαστιχόδεντρο που καλλιεργείται μόνο στο νησί της Χίου.

Η Ελληνική κουζίνα χρησιμοποιεί κάποια αρώματα πιο συχνά από ότι άλλες μεσογειακές κουζίνες, δηλαδή: ρίγανη, μέντα, σκόρδο, κρεμμύδι, μαϊντανός, άνηθο και φύλλα δάφνης. Άλλα κοινά βότανα και μπαχαρικά όπως ο βασιλικός, το θυμάρι, ο δυόσμος, ο άνηθος και ο μάραθος. Σε πολλές ελληνικές συνταγές, χρησιμοποιούνται και γλυκό-μπαχαρικά σε συνδυασμό με κρέας, όπως η κανέλα και το γαρίφαλο.

Το κλίμα και το έδαφος της χώρας έχει την τάση να ευνοεί την εκτροφή αιγών και προβάτων σε περισσότερο βαθμό απ' ότι βοοειδών όπως οι αγελάδες και ως εκ τούτου πιάτα με ντόπιο βόειο κρέας είναι λιγότερο συχνά. Τα ψάρια και τα θαλασσινά είναι περισσότερο κοινά, όπως είναι φυσικό, στις παραθαλάσσιες περιοχές και στα νησιά, χωρίς αυτό ωστόσο να σημαίνει πως δεν είναι κοινά και στις υπόλοιπες περιοχές και ειδικά στις μέρες μας που η αγορά είναι εξελιγμένη με μεγάλη ποικιλία τροφίμων.

Στην ελληνική κουζίνα σημαντικό ρόλο έχει και το τυρί. Χρησιμοποιείται μια μεγάλη ποικιλία από τυριά, όπως η φέτα, το κασέρι, το κεφαλοτύρι, η γραβιέρα, η φορμαέλα, το ανθότυρο, το μετσοβόνε, η μυζήθρα και το χαλούμι (κυρίως στην Κύπρο).

Οι ταβέρνες και κάποια εστιατόρια είναι από τους βασικούς χώρους που σερβίρουν παραδοσιακά ελληνικά πιάτα για τους ντόπιους και τους τουρίστες. Πρόσφατα, τα ταχυφαγεία (fast food) έχουν γίνει επίσης δημοφιλή στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Παρά το γεγονός ότι το γρήγορο φαγητό κερδίζει τη δημοτικότητα και πολλές μεγάλες αλυσίδες ταχυφαγείων έχουν ανοίξει σε όλη την Ελλάδα, οι Έλληνες εξακολουθούν να βασίζονται κατά κύριο λόγο στην πλούσια και εκτεταμένη ελληνική διατροφή. Επιπλέον, μερικά παραδοσιακά ελληνικά φαγητά, ειδικά το σουβλάκι και η πίτα με γύρο συχνά σερβίρονται σε στυλ γρήγορου φαγητού.

Κλασικά πιάτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελληνική κουζίνα είναι πολύ ιδιαίτερη, παρόλο που υπάρχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των γαστρονομικών παραδόσεων των διαφόρων περιοχών στο εσωτερικό της χώρας, υπάρχουν επίσης και πολλές διαφορές, γεγονός που καθιστά δύσκολο να παρουσιάσει έναν πλήρη καθολικό κατάλογο των αντιπροσωπευτικών πιάτων. Για παράδειγμα, το χορτοφαγικό πιάτο Χανιώτικο μπουρέκι είναι ένα τυπικό πιάτο της δυτικής Κρήτης, στην περιοχή των Χανίων. Μια οικογένεια στα Χανιά μπορεί να καταναλώσει αυτό το πιάτο 1-2 φορές την εβδομάδα κατά τη θερινή περίοδο. Ωστόσο, δεν είναι δημοφιλές σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Ελλάδας.

Ο κατάλογος παρουσιάζει μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά ελληνικά πιάτα που μπορούν να βρεθούν σε όλη τη χώρα και τα πιο δημοφιλή από τους τοπικούς φορείς:

Ορεκτικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ντάκος, παραδοσιακή κρητική σαλάτα.
    Τζατζίκι.
    Ντάκος, μια κρητική σαλάτα που αποτελείται από αποξηραμένο ή κρίθινο παξιμάδι, που ολοκληρώνεται με ψιλοκομμένες ντομάτες και θρυμματισμένη φέτα ή μυζήθρα.
  • Ντολμαδάκια, αμπελόφυλλα γεμιστά με ρύζι και λαχανικά που συχνά περιλαμβάνει κρέας.
  • Χωριάτικη σαλάτα, είναι ουσιαστικά μια σαλάτα με ντομάτα, αγγούρι, κρεμμύδι, φέτα, ελιές και ελαιόλαδο.
  • Χόρτα, άγρια ​​ή καλλιεργούμενα χόρτα, στον ατμό ή καθαρισμένα με ελαιόλαδο.
  • Καλαμαράκια, συνήθως τηγανιτά αλλά και κοκκινιστά.
  • Κατσούνι, αγγούρι από το νησί της Σαντορίνης.
  • Κολοκυθάκια
  • Κολοκυθανθοί, γεμιστοί με ρύζι ή τυρί και μυρωδικά.
  • Κολοκυθοκεφτέδες, συνήθως τηγανιτοί.
  • Λάχανοσαλάτα, πολύ λεπτο-αλεσμένα λάχανο με αλάτι, ελαιόλαδο και χυμό λεμονιού ή ξιδιού.
  • Μαρίδες τηγανητές, συνήθως σερβίρονται με φέτες λεμονιού.
  • Μελιτζάνες, Αξιοσημείωτη είναι η λευκή μελιτζάνα Σαντορίνης.
  • Μελιτζανοσαλάτα
  • Παντζάροσαλάτα, με ελαιόλαδο και ξίδι.
  • Πατατοσαλάτα, με ελαιόλαδο, ψιλοκομμένο κρεμμύδι, μαγιονέζα και χυμό λεμονιού ή ξιδιού.
  • Σαγανάκι, τηγανητό κίτρινο τυρί (συνήθως γραβιέρα).
  • Σκορδαλιά, παχύ σκόρδο και πουρέ πατάτας, συνήθως συνοδεύεται με τηγανητά ψάρια.
  • Σπανακόπιτα, με σπανάκι, τυρί φέτα, κρεμμύδια (ξερά, φρέσκα), άνηθο ή μάραθο, πράσσα, Αλάτι, Πιπέρι, ελαιόλαδο. Τυλιγμένα σε φύλλο σε μορφή πίτας.
  • Ταραμοσαλάτα
  • Τζατζίκι, γιαούρτι με αγγούρι και σκόρδο πουρέ, που χρησιμοποιείται ως μια βουτιά. Σερβίρεται και ζεστό με πίτα.
  • Τυρόπιτα, λευκό τυρί κρέμα (συνήθως μυζήθρα) τυλιγμένο σε πίτα με φύλλο κρούστας.
  • Τυροπιτάκια
  • Φασολάδα
    Λουκάνικο χωριάτικο
  • Λαδόπιτα, πίτα με ελαιόλαδο και τυρί (συνήθως φέτα).

Σούπες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χορτοφαγικά πιάτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αγκινάρες
  • Αμπελοφάσουλα
  • Αρακάς
  • Μπάμιες, με σάλτσα ντομάτας.
  • Μπριάμ, συνήθως περιλαμβάνει μελιτζάνες, ντομάτες, κολοκυθάκια, κρεμμύδια, και άφθονα αρωματικά βότανα και καρυκεύματα.
  • Παστίτσιο.
    Ντοματοκεφτέδες, με δυόσμο, τηγανισμένοι σε ελαιόλαδο και συνήθως σερβίρονται με φάβα. Είναι κυρίως ένα κυκλαδίτικο πιάτο.
  • Φασολάκια, φρέσκα πράσινα φασόλια βρασμένο με πατάτες, κολοκυθάκια και σάλτσα ντομάτας.
  • Γεμιστά, ντομάτες, πιπεριές, κολοκυθάκια και άλλα λαχανικά κούφια με γέμιση ρύζι ή κάποιες φορές με κιμά.
  • Γαρίδες πλακί
  • Χόρτα (έχει ήδη αναφερθεί στην ενότητα ορεκτικά), αρκετά συχνά καταναλώνονται ως ένα ελαφρύ κύριο γεύμα, με βραστές πατάτες και ψωμί.
  • Λαχανοντολμάδες, γεμιστοί με ρύζι (και μερικές με φορές κρέας), καρυκευμένοι με διάφορα βότανα.
  • Λαχανόρυζο
  • Πρασόρυζο
  • Σπανακόρυζο, σπανάκι και ρύζι, μαγειρεύεται στιφάδο με λεμόνι και ελαιόλαδο.
  • Ντολμαδάκια, τυλιχτό φαγητό από αμπελόφυλλα με ρύζι και ενίοτε μοσχαρίσιο κιμά.
Μία μερίδα σπετζοφάι.
Χταπόδια που λιάζονται πριν το ψήσιμο.

Κρέας & θαλασσινά πιάτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιδόρπια και γλυκά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Τοπικές κουζίνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κύριες περιφερειακές-τοπικές κουζίνες είναι οι εξής:

Περιφερειακές Κουζίνες Εντός της Ελληνικής Επικράτειας, βασισμένες στα εννέα Γεωγραφικά Διαμερίσματα της Ελλάδας:

Τοπικές Κουζίνες Εντός της Ελληνικής Επικράτειας, παρακλάδια των πάνω:

Κουζίνες προερχόμενες από τις χαμένες Πατρίδες της Ελλάδας, και Εκτός της Ελληνικής Επικράτειας:

Κουζίνες προερχόμενες από τις Μειονότητες της Ελληνικής Επικράτειας:

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]