Μαστίχα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαστίχα
Μαστίχα ή "δάκρυ" 

Μαστίχα ονομάζεται η αρωματική φυσική ρητίνη που εξάγεται από το μαστιχόδεντρο (Pistacia lentiscus var. chia),[1] το οποίο καλλιεργείται παραδοσιακά στη νήσο Χίο της Ελλάδας και παράγεται σε "σταγόνες" ή "δάκρυα".

Η Μαστίχα συλλέγεται από τη ρητίνη διαφόρων δέντρων, [2] και ξεραίνεται, μέχρι που γίνεται ελαστική και κατάλληλη για μάσηση. Η παραγωγή της είναι αρκετά ισχυρή στα λεγόμενα Μαστιχοχώρια της Χίου.

Η ρητίνη (το μαστίχι)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σταγόνα μαστίχας

Η συλλογή της μαστίχας γίνεται με παραδοσιακό τρόπο. Εργάτες ισοπεδώνουν το χώρο γύρω από το δέντρο και σχίζουν τον κορμό του δέντρου σε συγκεκριμένα σημεία. Η μαστίχα αρχίζει να ρέει και σε 15 περίπου μέρες σταθεροποιείται και είναι έτοιμη προς συλλογή. Αυτή γίνεται από το Δεκαπενταύγουστο μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου. Κατόπιν το προϊόν κοσκινίζεται, πλένεται και καθαρίζεται επιμελώς, κομμάτι-κομμάτι, και κατόπιν προωθείται στο εμπόριο.

Παράδοση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μαστίχα καλλιεργείται εδώ και τουλάχιστον 2.500 χρόνια στον ελλαδικό χώρο. Η πρώτη αναφορά πραγματικών "δακρύων" μαστίχας έγινε από τον Ιπποκράτη. Ο Ιπποκράτης χρησιμοποιούσε τη μαστίχα για την αποτροπή των πεπτικών προβλημάτων, των κρυωμάτων και ως φρεσκάρισμα για την αναπνοή. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν μαστίχα μαζί με μέλι, πιπέρι και αυγά για την παρασκευή κόνδιτου του παράδοξου. Πεπτικά λικέρ παρόμοια με τη μαστίχα (αλλά παρασκευασμένα με σταφύλια) ήταν γνωστά ως Ελληνικά ελιξίρια πριν τη Γαλλική Επανάσταση.

Κατά την παράδοση της Χίου, οι σκίνοι άρχισαν να δακρύζουν όταν μαρτύρησε ο Άγιος Ισίδωρος από τους Ρωμαίους, περί το 250 μ.Χ.. Οι Ρωμαίοι κυνήγησαν τον Άγιο Ισίδωρο επειδή ήταν Χριστιανός. Ο Άγιος για να ξεφύγει, τράπηκε σε φυγή κοντά στα Μεστά. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ένας άσπρος ίππος με τον οποίο έφτασε ως τα Νότια χωριά της Χίου επειδή δεν άντεχε άλλο αφού είχε τραυματιστεί σοβαρά. Τότε έκατσε κάτω από ένα σκίνο. Ο σκίνος τον λυπήθηκε για τα βασανιστήρια του και δάκρυσε. Τα δάκρυα του ευωδίασαν και τότε δημιουργήθηκε το δάκρυ του Αγίου Ισιδώρου που μέχρι σήμερα το ονομάζουμε μαστίχα.

Από την περίοδο του 3ου αιώνα χρονολογείται πάντως η καλλιέργεια του φυτού στο νησί. Οι ελάχιστες βροχοπτώσεις, η μεγάλη ηλιοφάνεια και η ασβεστολιθική σύσταση του εδάφους, αποτελούν το ιδανικό περιβάλλον ευδοκίμησης του φυτού. Οι κάτοικοι των 24 χωριών την άνοιξη καλλιεργούν τα χωράφια τους κλαδεύοντας τους σκίνους από το Δεκέμβρη, μέχρι τις 20 Μαρτίου. Το κλάδεμα γίνεται για να δοθεί το κατάλληλο σχήμα στο σκίνο, ώστε να αερίζεται και να φωτίζεται σωστά. Προς τα τέλη του Μαΐου "φτιάχνουν" τους σκίνους καθαρίζοντας το μέρος γύρω από τη βάση του κορμού τους, το λεγόμενο τραπέζιο, από τα χόρτα και τα φύλλα ενώ τον Ιούνιο αρχίζει η εντατική προετοιμασία των σκίνων. Κατά τον μήνα Ιούλιο οι αγρότες αρχίζουν να ρίχνουν ασπρόχωμα στα τραπέζια των σκίνων, το οποίο ασπρόχωμα,το προμηθεύονται από την Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου (ΕΜΧ) σε αντίθεση με τα παλαιότερα χρόνια, που οι άνθρωποι το έβγαζαν από τη γη, σκαλίζοντας ανάμεσα από τις πέτρες. Μετά τις 15 Ιουλίου αρχίζουν το κέντημα δηλαδή χαράζουν το μαστιχόδεντρο για να δακρύσει. Αυτή η διαδικασία, που ολοκληρώνεται στα τέλη του Αυγούστου, γίνεται με τα χέρια, τις πρώτες πρωινές ώρες. Στα μέσα του Σεπτέμβρη αρχίζει το μάζεμα της μαστίχας. Στις αρχές του Νοέμβρη οι γεωργοί τοποθετούν τα μαστίχια μέσα σε βαρέλι με νερό για να αρχίσει ο καθαρισμός τους. Τέλος λιπαίνουν τα χωράφια και συνεχίζουν με το καθάρισμα της μαστίχας.

Για να επιτευχθεί η παραπάνω διαδικασία απαιτούνται και τα απαραίτητα εργαλεία. Συγκεκριμένα για το καθάρισμα της βάσης των σκίνων, δηλ. των τραπεζιών, χρησιμοποιούνται μυστριά, τσάπες και αξίνες. Για το κέντημα απαιτούνται τα παραδοσιακά εργαλεία κεντητήρι, τραβηχτήρι και σφυράκι. Για το μάζεμα είναι απαραίτητα τα τιμητήρια και τα πανέρια. Τέλος για το καθάρισμα της μαστίχας πρέπει να υπάρχουν ιδανικά μυτερά μαχαιράκια, σινιά (μεγάλα χάλκινα ταψιά) και ένα κόσκινο.

Χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μαστίχα από την αρχαιότητα είχε πολλές χρήσεις. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστό για τις ιατροφαρμακευτικές του ιδιότητες. Οι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούσαν για την ταρίχευση των νεκρών. Οι Ρωμαίοι και οι Τούρκοι έφτιαχναν οδοντογλυφίδες από ξύλο σκίνου για να καθαρίζουν και να λευκαίνουν τα δόντια τους αλλά και να αρωματίζεται η αναπνοή τους. Στη σημερινή εποχή η πιο ευρεία χρήση της είναι ως τσίχλα ή άρωμα για τη ζαχαροπλαστική, ενώ γνωστό είναι και το λικέρ μαστίχας. Η μαστίχα αρωματίζει τρόφιμα και γλυκίσματα αλλά απαιτείται προσοχή και φειδώ στη χρήση της καθώς αν υπερβάλλουμε στην ποσότητα το παρασκεύασμα θα αποκτήσει πικρή γεύση! Το μαστιχέλαιο χρησιμοποιείται επίσης στην επιπλοποιία και στην κατασκευή μουσικών οργάνων. Επίσης στην ιατρική, φαρμακευτική, ορθοδοντική, αρωματοποιΐα, κλπ. Στην Κύπρο, οι σπόροι (κόκκοι) του σχίνου, που μοιάζουν με αυτούς του πιπεριού, χρησιμοποιούνται ολόκληροι ως καρύκευμα στα χωριάτικα λουκάνικα.

Τόπος παραγωγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μαστίχι αποτελούσε και αποτελεί ακόμα μία σημαντική πηγή εσόδων για το νησί της Χίου. Γι’ αυτό το λόγο πολλοί προσπάθησαν να το φυτέψουν και στον τόπο τους αλλά οι προσπάθειές τους αποδείχτηκαν μάταιες αφού ο σχίνος δίνει τη μαστίχα μόνο σε συγκεκριμένες περιοχές. Συγκεκριμένα, στη Χίο ευδοκιμεί μόνο στη νότια πλευρά της νήσου και ιδιαίτερα στα παρακάτω χωριά: Λιθί, Βέσσα, Ελάτα, Μεστά, Ολύμποι, Πυργί, Αρμόλια, Καλαμωτή, Πατρικά, Φλάτσια, Νένητα, Βουνό, Κοινή, Παγίδα, Καταρράκτης, Έξω Διδύμα, Μέσα Διδύμα, Μερμήγκι, Θολοποτάμι, Καλλιμασιά, Νεοχώρι, Θυμιανά, Βαβίλοι, Άγιος Γεώργιος Συκούσης. Τα χωριά αυτά είναι γνωστά ως Μαστιχοχώρια. Εκτός Χίου, υπάρχει περιορισμένη παραγωγή μαστίχας στη χερσόνησο του Τσεσμέ στην Τουρκία.[3]

Το σύνολο της παραγωγής μαστίχας διαχειρίζεται από την Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου που είναι υπεύθυνη για τη διάθεση της στην Ελλάδα και διεθνώς.[4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Barton, D (1995-12). «Preface». Phytochemistry 40 (6): ix. doi:10.1016/0031-9422(95)90008-x. ISSN 0031-9422. http://dx.doi.org/10.1016/0031-9422(95)90008-x. 
  2. Marner, Franz-Josef; Freyer, Antje; Lex*, Johann (1991-01). «Triterpenoids from gum mastic, the resin ofPistacia lentiscus» (στα αγγλικά). Phytochemistry 30 (11): 3709–3712. doi:10.1016/0031-9422(91)80095-I. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/003194229180095I. 
  3. Çokuysal, Burçin (26 Ιανουαρίου 2010). «ECOLOGIC EVALUATION OF Pistacia lentiscus (MASTIC) IN ÇEŞME PENINSULA». Prof.Dr. Burçin ÇOKUYSAL. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2020. 
  4. User, Super. «Φορέας». www.gummastic.gr. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2021. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]