Ρεν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 48°6′51″N 1°40′51″W / 48.11417°N 1.68083°W / 48.11417; -1.68083

Ρεν
Από επάνω προς τα κάτω, από αριστερά προς τα δεξιά: Η Πλατεία του Βρετονικού Κοινοβουλίου, η αγορά των Λις και η πανεπιστημιούπολη του Βιλζάν, η Πλατεία Σαρλ-ντε-Γκωλ, η Όπερα της Ρεν την νύχτα, επί της Πλατείας Δημαρχείου, Οικίες με ξύλινο σκελετό στην πλατεία Σαν-Ζακέ, οι αποβάθρες της Βιλαίν και το μετρό της Ρεν, πανόραμα της πόλης από τον Καθεδρικό ναό της Ρεν.

Σημαία

Σφραγίδα

Έμβλημα
Διοίκηση
ΧώραΓαλλία[1]
Διοικητική υπαγωγήδιαμέρισμα της Ρεν και Ιλ-ε-Βιλαίν
 • Δήμαρχος της ΡενΝαταλί Απερέ (από 2014)
Ταχυδρομικός κώδικας35000[2], 35200[2] και 35700[2]
Κωδικός Κοινότητας35238[3]
Πληθυσμός225.081 (1  Ιανουαρίου 2021)[4]
Έκταση50,39 km²[5]
Υψόμετρο74 μέτρα
Ζώνη ώραςUTC+01:00 (επίσημη ώρα)
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Ρεν
48°6′51″N 1°40′51″W
Ιστότοποςhttp://metropole.rennes.fr/[6]
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Σελίδα στο Facebook Σελίδα στο Twitter Σελίδα στο Instagram Λογαριασμός στο YouTube Σελίδα στο Linkedin

Η Ρεν (γαλλ. Rennes) είναι πόλη της βορειοδυτικής Γαλλίας, ιστορική πρωτεύουσα της Βρετάνης, και διοικητική πρωτεύουσα του νομού Ιλ-ε-Βιλαίν.[7] Με συνολικό πληθυσμό 215.366 (το 2015) κατοίκους αποτελεί την ενδέκατη μεγαλύτερη πόλη της Γαλλίας.[8]

Η ιστορία της Ρεν αρχίζει πριν από 2.000 χρόνια, σε μια εποχή που ήταν ένα μικρό γαλλικό χωριό με το όνομα Condate. Μαζί με τη Βαν και τη Νάντη, ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του δουκάτου της Βρετάνης. Από τις αρχές του 16ου αιώνα μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, η Ρεν ήταν κοινοβουλευτική και διοικητική πόλη της ιστορικής επαρχίας της Βρετάνης του Βασιλείου της Γαλλίας.

Από τη δεκαετία του 1950, η Ρεν έχει αποκτήσει μεγάλη σημασία μέσω της αστικής και βιομηχανικής της ανάπτυξης, εν μέρει της αυτοκινητοβιομηχανίας. Η πόλη ανέπτυξε εκτεταμένα οικοδομικά σχέδια για να φιλοξενήσει πάνω από 200.000 κατοίκους. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η πόλη έγινε ένα από τα κύρια κέντρα της βιομηχανίας τηλεπικοινωνιών και υψηλής τεχνολογίας. Σήμερα είναι ένα σημαντικό κέντρο ψηφιακής καινοτομίας στη Γαλλία.

Το 2015, η πόλη ήταν η δέκατη μεγαλύτερη στη Γαλλία, με μητροπολιτική περιοχή περίπου 720.000 κατοίκων. Με περισσότερους από 66.000 φοιτητές το 2016, είναι επίσης η όγδοη μεγαλύτερη πανεπιστημιούπολη της Γαλλίας. Οι κάτοικοι της Ρεν ονομάζονται Ρεναί (Rennais-es) στα γαλλικά. Το 2018, η εφημερίδα  L'Express ονόμασε τη Ρεν ως «την πιο ζωντανή πόλη στη Γαλλία».

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρεν βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Ιλ και Βιλαίν, στο κέντρο του λεκανοπεδίου της Ρεν, που σχηματίστηκε από την κατάρρευση της οροσειράς της Αρμορικής στην αρχή του Καινοζωϊκού. Η θάλασσα εισέβαλε και πλημμύρισε την περιοχή στο Μειόκαινο, γεγονός που εξηγεί τη σημασία των ιζηματογενών πετρωμάτων, όπως ο σχιστόλιθος. Αν και γενικά επίπεδο - το υψόμετρο της πόλης είναι μεταξύ 20 και 74 μέτρων[9] - , το ανάγλυφο του εδάφους της πόλης χαρακτηρίζεται από τις κοιλάδες που δημιουργήθηκαν από τους ποταμούς Ιλ και Βιλαίν.

Ο τόπος που επιλέχθηκε για την ίδρυση της πόλης είναι αυτός ενός ακρωτηρίου στη συμβολή των ποταμών Ιλ και Βιλαίν[10]. Η ανάπτυξη της πόλης έγινε αρχικά στους λόφους βόρεια του Βιλαίν. Οι βάλτοι νότια του ποταμού αστικοποιήθηκαν μόνο κατά τον 15ο αιώνα[11]. Το ανάγλυφο του εδάφους δεν αποτέλεσε ποτέ εμπόδιο στην αστική ανάπτυξη. Η πόλη έχει αναπτυχθεί σταδιακά και στις δύο πλευρές των ποταμών και επεκτάθηκε κατά τον 20ό αιώνα στους γύρω λόφους: προς τα νότια του σταθμού, όπως επίσης βορειοανατολικά και βορειοδυτικά του κέντρου.

Λόγω της ρηχής κοίτης του, ο Βιλαίν προκαλούσε συχνές πλημμύρες, οι οποίες οδήγησαν τις δημοτικές αρχές να λάβουν πολλά μέτρα για να τις περιορίσουν. Από τον 16ο αιώνα, είχαν αρχίσει μελέτες για εργασίες διάνοιξης διωρύγων που προβλέπονταν για τη βελτίωση της αξιοπλοΐας του, αλλά παρά τα πολλά σχέδια έργων που οι ειδικοί επεξεργάστηκαν μετά την πυρκαγιά του 1720, οι εργασίες άρχισαν το 19ο αιώνα. Μετά την ολοκλήρωση των έργων αποχέτευσης, πλημμύρες εξακολουθούν να συμβαίνουν, μερικές φορές καταστροφικές, όπως το 1966 και το 1974, με αποτέλεσμα ο Δήμος να προμηθευθεί ένα ευρύτερο φάσμα εξοπλισμού[12]. Κατάσταση φυσικής καταστροφής σημειώθηκε μετά τις πλημμύρες στις 30 Ιουνίου και 19 Σεπτεμβρίου 2009, μετά από εντονότατες καταιγίδες.

Αστική ανάπτυξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατασκευή μιας πόλης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της Γαλλο-Ρωμαϊκής περιόδου, η πόλη ήταν ένα σημαντικό αστικό κέντρο που εκτείνονταν σε πάνω από 90 εκτάρια στους λόφους στη συμβολή των ποταμών Ιλ και Βιλαίν. Οι βαρβαρικές επιδρομές οδήγησαν την πόλη να περιοριστεί σε μια έκταση 9 εκταρίων μέσα σε μια περίκλειστη περιοχή 1200 τετραγωνικών μέτρων[13].

Η μεσαιωνική πόλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι το 15ο αιώνα, η πόλη μεγάλωνε προστατευμένη μέσα σ' αυτό το τείχος καθώς ο πολιτικός και οικονομικός της ρόλος αυξάνονταν. Στις αρχές του 15ου αιώνα, η πόλη της κατοικίας των δουκών της Βρετάνης, ωστόσο, δεν είχε κανένα σημαντικό μνημείο εκτός από τον καθεδρικό ναό της[14]. Η πόλη γνώρισε τότε μια περίοδο δημογραφικής ανάπτυξης λόγω της μεγάλης νορμανδικής μετανάστευσης εξ αιτίας της αγγλικής κατοχής στις αρχές του αιώνα και, κυρίως, λόγω της σημαντικής μετοίκησης των αγροτικών πληθυσμών στην πόλη. Τα προάστια αναπτύχθηκαν έξω από τα τείχη: το Baudrairie, το Saint-Aubin, το Bourg-l'Evesque, το Saint-Étienne, το Toussaints ... Στο «Χρονικό του Αρτύρ του Ρισμόντ», ο Γκιγιόμ Γκρυέλ (Guillaume Gruel), ιπποκόμος του Αρθούρου Γ' της Βρετάνης, γράφει «Η πόλη, η οποία εκείνη την εποχή ήταν πολύ μικρή για να φιλοξενήσει έναν λαό όπως ο λαός της Ρεν, ήταν η μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο»[15].

Δύο νέα τείχη χτίστηκαν το 15ο αιώνα για να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη της Ρεν. Το 1422, ο δούκας Ιωάννης Β' αποφάσισε να χτίσει ένα τείχος στα ανατολικά, το οποίο περιέβαλε τη «Νέα Πόλη», που χαρακτηρίζονταν από καταστήματα και θρησκευτικά οικοδομήματα. Αυτό το νέο τείχος ολοκληρώθηκε το 1452, αλλά ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη μια άλλη επέκταση. Το 1449, ο δούκας Φρανσουά Α' αποφάσισε να επεκτείνει τα τείχη της πόλης νότια του ποταμού Βιλαίν. Η «Νέα Πόλη» που προστατεύονταν από τα τείχη ήταν κυρίως μια σειρά από ανθυγιεινά και επικίνδυνα για πλημμύρα εδάφη, όπου συσσωρεύονταν άνθρωποι χαμηλών τάξεων. Εντούτοις, το ενδιαφέρον ήταν ειλικρινές, δηλαδή να διασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία και των δύο όχθεων του ποταμού και να προστατευθούν οι βιομηχανικές περιοχές. Το 1473, αυτό το έργο ολοκληρώθηκε. Η πόλη επεκτάθηκε σε πάνω από 62 εκτάρια και είχε περίπου 13.000 κατοίκους. Κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα η πόλη εξωραΐστηκε με την προμήθεια του πρώτου της μνημείου, το 1467: τον Πύργο του Ρολογιού, που αναφέρεται από τον Φρανσουά Ραμπελαί στον Πανταγκρυέλ[16].

Μετά το τέλος της ανεξαρτησίας της Βρετάνης και την ενσωμάτωσή της στο Γαλλικό Βασίλειο το 1532, ο διοικητικός ρόλος της Ρεν αυξήθηκε. Το 1561, το Κοινοβούλιο της Βρετάνης εγκαταστάθηκε στην πόλη. Το παλάτι του Κοινοβουλίου χτίστηκε μεταξύ 1618 και 1655. Παράλληλα, η πόλη μεταμορφώθηκε βαθιά χάρη στα πολυάριθμα αρχοντικά που χτίστηκαν για τους «κυρίους του Κοινοβουλίου», όπως τα αρχοντικά της πλατείας Lices στα 1658. Η πόλη διακοσμήθηκε όμορφα κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, αλλά παρέμενε σφιγμένη μέσα στα τείχη και τα κτίρια ήταν κατά κύριο λόγο κατασκευασμένα από ξύλο. Τη νύχτα της 23ης Δεκεμβρίου 1720, η Ρεν κάηκε. Για έξι ημέρες, η πυρκαγιά κατέστρεφε το κέντρο της πόλης: οι ζημίες επεκτάθηκαν σχεδόν σε 10 εκτάρια και καταστράφηκαν 945 κτίρια.

Η κλασσική πόλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανοικοδόμηση της πόλης στάθηκε ευκαιρία για να υλοποιηθούν οι ιδέες των πολεοδόμων της εποχής. Η θέα έπρεπε να είναι απεριόριστη και οι δρόμοι μεγάλοι. Το κυριότερο, έπρεπε να αποφευχθεί μια νέα πυρκαγιά. Για την εκτέλεση αυτού του έργου, ο επόπτης της πόλης απευθύνθηκε στον Ισααάκ Ρομπελέν (Isaac Robelin), ένα στρατιωτικό μηχανικό, διευθυντή των οχυρώσεων στη Βρέστη. Ωστόσο, το έργο που παρουσιάστηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο στις  27 Αυγούστου 1722 δεν ήταν ικανοποιητικό, κυρίως λόγω των ριζοσπαστικών απόψεων του που προσέκρουσαν στους ευγενείς της πόλης. Το 1724, ο αρχιτέκτονας Ζακ Γκαμπριέλ (Jacques V Gabriel), πιο διπλωματικός, ανέλαβε το έργο.

Σε γενικές γραμμές, το φιλόδοξο σχέδιο Ρομπελέν διατηρήθηκε: το καμένο τμήμα της πόλης αποκαταστάθηκε πλήρως. Τα κτίρια κατασκευάστηκαν από γρανίτη και οι στέγες καλύπτονταν με σχιστόλιθο. Η πόλη οργανώθηκε γύρω από δύο πλατείες κλιμακωτά. Την Πλας Ρουαγιάλ (Βασιλική πλατεία) που σήμερα ονομάζεται πλατεία του Κοινοβουλίου, όπου δεσπόζει το Κοινοβούλιο της Βρετάνης και την Πλας Νεβ (Νέα πλατεία), η οποία κυριαρχείται από το δημαρχείο της πόλης.

Κατά το 18o αιώνα η πόλη σταδιακά επεκτάθηκε έξω από τα τείχη της. Βεβαίως, δρόμοι έξω από τα τείχη υπήρχαν από πολύ παλιότερα, όμως κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα δημιουργήθηκαν προάστια.

Η Ρεν το 19ο αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από σημαντική ανάπτυξη των υποδομών μεταφορών, που οδήγησε σε βαθιά αναδιάρθρωση της πόλης, συμπεριλαμβανομένων των νότιων συνοικιών της[17]. Τα έργα δικτύων αποχετευτικών αγωγών του ποταμού Βιλαίν άρχισαν το 1841 και έληξαν το 1861[18]. Χρησίμευσαν στην αποχέτευση των συνοικιών που βρίσκονται νότια του ποταμού, που προηγουμένως υπόκεινταν σε συχνές πλημμύρες. Η άφιξη του σιδηροδρομικού σταθμού στη Ρεν το 1857 οδήγησε στην αστικοποίηση της αλλουβιακής πεδιάδας που βρίσκεται νότια της πόλης. Με βάση το πολεοδομικό σχέδιο που είχε σχεδιαστεί μεταξύ 1852 και 1855, χαράχτηκαν πλατιές λεωφόροι όπως η Κουρ ντε λα Γκαρ (Cour de la Gare, δηλαδή δρόμος του σταθμού,τώρα ονομαζόμενη Avenue Jean-Janvier) που ένωνε το κέντρο της πόλης με το σταθμό, η boulevard de La Tour d'Auvergne για να διευκολυνθεί η σύνδεση με το Σαιν-Μαλό και το Μπορντό (Εθνική οδός Νο 137) και άλλες.

Παράλληλα με αυτή την εξέλιξη, αναπτύχθηκε το βορειοανατολικό τμήμα της πόλης: Η λεωφόρος της δούκισσας Άννας, (le boulevard de la Duchesse-Anne) δημιουργήθηκε στα μέσα του αιώνα. Η λεωφόρος Σεβινιέ (boulevard de Sévigné) ανοίχτηκε το 1864. Αυτοί οι άξονες συνέβαλαν στη δημιουργία μιας συνοικίας που χαρακτηρίζεται από αρχοντικά και πλούσια σπίτια. Το 1880, μια νέα κυκλική λεωφόρος, που βρίσκεται πιο ανατολικά (λεωφόροι του Στρασβούργου και του Μετς), συνέβαλε στην αστικοποίηση της ανατολικής πλευράς της πόλης[19].

Ο 19ος αιώνας είναι ο αιώνας που η πόλη επιβεβαίωσε το ρόλο της ως περιφερειακής πρωτεύουσας. Στη Σύγχρονη Βρετάνη, που δημοσιεύθηκε το 1865, αναφέρεται η ανάπτυξη κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα: «Σε διάστημα εξήντα χρόνων αυτού του αιώνα, η Ρεν αύξησε σημαντικά το μέγεθος, το εμπόριο και τη βιομηχανία της. Ο πληθυσμός της έχει διπλασιαστεί: σήμερα φθάνει τους 50.000 κατοίκους. Έχει [...] το πρόσωπο μιας μεγάλης και όμορφης ήρεμης πόλης». Η πόλη απέκτησε νέες εγκαταστάσεις: Λύκειο ( lycée impérial,1803)[20], Πανεπιστήμιο (1847-1855)[21], νέο νοσοκομείο βόρεια της πόλης ( 1855)[22], φυλακή (1863-1876)[23], καθώς και πολλούς στρατώνες που βρίσκονται στην άκρη της πόλης. Τέλος, το 1897 άρχισε η λειτουργία του τραμ, το οποίο αποτελούνταν από πέντε κύριες γραμμές, διευκολύνοντας τις αστικές μετακινήσεις. Μερικές από αυτές τις γραμμές διατηρούνται έως σήμερα.

Η οικιστική επέκταση τον 20ό αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανάπτυξη της πόλης συνεχίστηκε στον 20ό αιώνα. Με νόμο του 1928 επιταχύνθηκε η ανάπτυξη των προαστίων της πόλης στο μεσοπόλεμο. Έτσι, συνοικίες αναπτύχθηκαν νότια της σιδηροδρομικής γραμμής. Το έργο πρώτης κατοικίας για φθηνά σπίτια στην πόλη, ξεκίνησε το 1922 και ολοκληρώθηκε το 1933. Η πόλη απέκτησε το 1925 ένα πρώτο σχέδιο επέκτασης, ανάπτυξης και εξωραϊσμού που καθόρισαν τους άξονες της μελλοντικής αστικής ανάπτυξης[24].

Ανεγέρθηκαν νέες εγκαταστάσεις, όπως η πισίνα του Αγίου Γεωργίου (la piscine Saint-Georges)[25], που ολοκληρώθηκε το 1926, το Εμπορικό Κέντρο ( le Palais du commerce )[26] που ολοκληρώθηκε το 1922 και η κεντρική αγορά (les halles centrales)[27] που ολοκληρώθηκε το 1926.

Η περίοδος μετά τον πόλεμο σηματοδοτήθηκε από την ανοικοδόμηση της πόλης που επλήγη από βαριές βομβιστικές επιθέσεις[28]. Από το 1944, ο αρχιτέκτονας Λεφόρ (Lefort) ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία ενός «έργου ανασυγκρότησης και ανάπτυξης της πόλης». Αφορούσε την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων περιοχών αλλά και την εξάλειψη του ανθυγιεινού περιβάλλοντος. Αφορούσε επίσης την υποδοχή νέων πληθυσμών με την ανάπτυξη συνοικιών συλλογικής στέγασης. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και του 1960, η τεράστια επιχείρηση οικιστικής ανάπτυξης αυξήθηκε ακόμη περισσότερο.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προϊστορία και Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Γαλατία πριν τη Ρωμαϊκή κατάκτηση

Περί το 2ο αιώνα π.Χ., η πόλη ιδρύθηκε από το γαλατικό φύλο των Ρεδόνων στο σημείο της συμβολής των ποταμών Ιλ και Βιλαίν. Ήταν η πρωτεύουσά τους και πήρε το όνομα Condate, που σημαίνει «συμβολή δύο ποταμών», λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Την ονομασία Condate διατήρησε ως την εποχή της παρακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Άλλες πηγές, πιο πρόσφατες, δείχνουν ότι ιδρύθηκε τον 1ο αιώνα, στο λόφο πάνω από τη συμβολή των ποταμών, όπου είναι η σημερινή θέση του καθεδρικού ναού του Αγίου Πέτρου (la Cathédrale Saint-Pierre)[29] .

Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Ειρήνης (Pax romana) η πόλη, πρωτεύουσα των Ρεδόνων και  στρατόπεδο, έφτανε να καταλαμβάνει έκταση 80 έως 100 εκταρίων [30]. Προς τον 3ο αιώνα ανεγέρθηκαν προμαχώνες, σε σημαντικά μειωμένη έκταση (8 εκτάρια), για να προστατεύσουν την πόλη από βαρβαρικές επιθέσεις, συχνές εκείνη την εποχή. Η πόλη, που εκχριστιανίστηκε στα τέλη του 1ου αιώνα, απέκτησε τον πρώτο επίσκοπο γύρω στο 358.

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρεν ήταν το καταφύγιο της Άννας της Βρετάνης κατά τον 15ο αιώνα.
Η Ρεν τον 9ο αιώνα γίνεται μια σημαντική πόλη στο βασίλειο της Βρετάνης

Ο Ερισπόης (Erispoë), γιος του Νομινόη, τον Αύγουστο του 851 νίκησε τον Κάρολο το Φαλακρό στη μάχη του Γιενγκλαντ (la bataille de Jengland). Ο τελευταίος, με τη συνθήκη της Ανζέ, αναγνώρισε τον Ερισπόη ως βασιλιά της Βρετάνης, η οποία αυξήθηκε ταυτόχρονα από τις επαρχίες της Ρεν και της Νάντης καθώς και από τη χώρα του Ρετζ (le pays de Retz). Έτσι, η Ρεν πέρασε από την κατάσταση μιας μικρής και αποκεντρωμένης φραγκικής  πόλης σε εκείνη μιας από τις κύριες πόλεις του νέου Βασιλείου της Βρετάνης[31].

Ο Κόναν Α’ ο Σφετεριστής, κόμης της Ρεν (970-992) και στη συνέχεια ο γιος του Ζοφρουά Α’ (992-1008) αυτοαναγορεύθηκαν δούκες της Βρετάνης[32].

Η πόλη, που περιλαμβάνονταν στη μαρκιωνία της Βρετάνης, ενσωματώθηκε βαθμιαία στο δουκάτο της Βρετάνης και σύντομα έγινε κύρια πόλη. Κατά το 15ο αιώνα, η Ρεν ανακατασκεύασε τα παλιά Γαλλο-ρωμαϊκά τείχη. Τον ίδιο αιώνα, δύο διαδοχικές περιφράξεις διεύρυναν την πόλη.

Επίσης, το 15ο αιώνα, η Ρεν ήταν το καταφύγιο της Άννας της Βρετάνης, κληρονόμου του Δούκα Φρανσουά Β' Βρετάνης (François II de Bretagne). Στη συνέχεια, ευρισκόμενη σε πολύ δύσκολη θέση, κατέφυγε στη Ρεν, όπου στέφθηκε δούκισσα της Βρετάνης στον καθεδρικό ναό του Αγίου Πέτρου (la cathédrale Saint-Pierre) στις 10 Φεβρουαρίου 1489[33].

Νεώτερη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λεωφόρος Janvier, που οδηγεί από το σταθμό στον κήπο του Αγίου Γεωργίου, στις αρχές του 20ού αιώνα, .

Κατά το 16ο αιώνα, μετά την προσάρτηση του δουκάτου της Βρετάνης στο βασίλειο της Γαλλίας το 1532, η πόλη έγινε έδρα του κοινοβουλίου της Βρετάνης και ως εκ τούτου επαρχιακή πρωτεύουσα. Οι οχυρώσεις που είχαν γίνει εναντίον των Γάλλων και των Άγγλων ήταν πλέον άχρηστες και εγκαταλείφθηκαν σταδιακά μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.

Κατά τη διάρκεια των Θρησκευτικών Πολέμων, τις 13 Μαρτίου 1589, την Ημέρα των οδοφραγμάτων, η πόλη διχάστηκε ανάμεσα στους υποστηρικτές της λίγκας των Καθολικών (La Ligue catholique), που ήταν ακραίοι καθολικοί με αρχηγό τον Ερρίκο Α’ του Γκιζ, και τους υποστηρικτές του Βασιλιά Ερρίκου Γ’, που ήταν καθολικοί.

Το 1720, μια πυρκαγιά κατέστρεψε τα τρία τέταρτα της πόλης. Η αποκατάσταση αποτέλεσε ευκαιρία να ανοικοδομηθεί η πόλη σύμφωνα με νέα πρότυπα και την αισθητική του 18ου αιώνα.

Κατά το 18ο αιώνα, η πόλη συμμετείχε στο δουλεμπόριο ανάμεσα στην Αφρική και την Αμερική.

Πριν από τη Γαλλική Επανάσταση (26 και 27 Ιανουαρίου 1789) ξέσπασαν ταραχές στην πόλη. Φοιτητές, νομικοί και ευγενείς πήραν μέρος σε μια λαϊκή κινητοποίηση.

Το 1806, ο ναύαρχος Βιλνέβ (l'Amiral de Villeneuve) επιστρέφοντας από τη Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ έμεινε λίγες μέρες στη Ρεν, στην οδό ντε Φουλόν 21 (rue des Foulons 21, σήμερα rue Le Bastard). Εκεί βρήκε το θάνατο στις 22 Απριλίου. Πιθανόν να αυτοκτόνησε αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν υποψίες για πιθανή δολοφονία.

Σύγχρονη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1857, η άφιξη του σιδηρόδρομου στα νότια της πόλης επέτρεψε την αστική ανάπτυξη μεταξύ της πόλης «των ευγενών» που βρισκόταν στα βόρεια του ποταμού Βιλαίν και του σταθμού, που βρισκόταν νότια, στο ανθυγιεινό τμήμα της πόλης.

Το 1899, η αναθεώρηση της υπόθεσης Ντρέιφους πραγματοποιήθηκε στη Ρεν, στο σημερινό λύκειο Εμίλ Ζολά.

Στις 7 Αυγούστου 1932, μια επίθεση κατέστρεψε το μνημείο, που βρισκόταν στην πρόσοψη του δημαρχείου και συμβόλιζε την ένωση της Βρετανίας με τη Γαλλία. Την επίθεση ανέλαβε μια ανεξάρτητη οργάνωση, Gwenn ha Du (λευκό και μαύρο, τα χρώματα της σημαίας της Βρετάνης). Για αυτή τη μικρή ομάδα συνομωτών, το άγαλμα του γλύπτη Ζαν Μπουσέ (Jean Boucher) θεωρούνταν  «μνημείο εθνικής ντροπής», από τα εγκαίνιά του το 1911. Δεν δέχονταν και θεωρούσαν ταπεινωτική τη στάση της δούκισσας Άννας της Βρετάνης γονατιστής μπροστά στο βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο Η[34]. Το άγαλμα δεν αποκαταστάθηκε.

Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η πόλη κατελήφθη στις 18 Ιουνίου 1940 από το γερμανικό στρατό. Υπέστη πολλές βομβιστικές επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της 8ης Μαρτίου 1943, όταν συμμαχικά αεροσκάφη σφυροκόπησαν την πόλη από ύψος 6.000 μέτρων σκοτώνοντας σχεδόν 300 άτομα[35] και στις 8 Μαΐου επίσης. Στις 8 Ιουνίου 1944, αμερικανικά αεροσκάφη τύπου Martin B-26 Marauder χτύπησαν το σταθμό που χρησιμοποιούσε η γερμανική στρατιά 17η Panzerdivision. Στις 9 Ιουνίου, η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία στόχευσε γερμανικούς στρατηγικούς στόχους και τρεις ημέρες αργότερα ακολούθησε βομβαρδισμός από αεροσκάφη Boeing B-17 Flying Fortress. Τα θύματα των βομβαρδισμών έφθασαν τα 655 άτομα[36]. Η Ρεν απελευθερώθηκε στις 4 Αυγούστου 1944 από τα στρατεύματα του στρατηγού Πάτον.

Από το 1950, η πόλη γνώρισε σημαντική ανάπτυξη, που σχετίζεται κυρίως με την εγκατάλειψη της υπαίθρου και τη μαζική εγκατάσταση στην πόλη, λόγω και της νέας εκβιομηχάνισης. Το εργοστάσιο της Σιτροέν βρίσκεται στα νότια της πόλης, αυτοκινητοβιομηχανία η οποία απασχολούσε 13.000 υπαλλήλους κατά το έτος 1970. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία νέων συνοικιών ή σε μαζικές αποκαταστάσεις συνοικιών, όπως το Bourg-l'Evesque ή το Maurepas.

Επωφελούμενη από τη θέση της πρωτεύουσας της διοικητικής περιοχής, η πόλη αναγνωρίζεται σήμερα ως μια νέα, δυναμική, χαρούμενη πόλη με πολλές αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα όλο το χρόνο. Οι προηγμένες δραστηριότητες στις τηλεπικοινωνίες, τα δίκτυα, τις εικόνες και μεταδόσεις, η επαυξημένη πραγματικότητα, είναι επίσης παρόντα στην πόλη.

Πολιτισμός και πολιτιστική κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχιτεκτονική πολιτιστική κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρεν ανήκει στο Δίκτυο πόλεων και χωρών της τέχνης και της ιστορίας[37]. Ογδόντα επτά κτίρια ή τμήματα κτιρίων ταξινομούνται ως Ιστορικά Μνημεία, συμπεριλαμβανομένων των προσόψεων κτιρίων στην Παλιά Πόλη, η οποία αποτελεί αντικείμενο προστατευόμενης περιοχής. Πολλά άλλα ακίνητα που βρίσκονται στο κέντρο της Ρεν επωφελήθηκαν από το νόμο Μαλρώ που αφορούσε την προστασία της ιστορικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Η νομοθεσία αυτή επέτρεψε στο κράτος να εφαρμόσει πολιτική διαφύλαξης της κληρονομιάς στις αστικές περιοχές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την οδό Σαιν-Μελαίν (rue Saint-Melaine), που βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της Ρεν.

Αστική πολιτιστική κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πύλη Μορντλέζ (les portes Mordelaises), καστρόπορτα με δύο πύργους και κινητή γέφυρα, είναι δίπλα στα ερείπια των παλιών μεσαιωνικών οχυρώσεων του 3ου αιώνα έως τον πύργο του Γιεχάν Ντυσέν (Jehan Duchesne) του  15ου αιώνα στην οδό Ναντέζ, και στα τείχη του 15ου  αιώνα ανατολικά της Γαλλο-ρωμαϊκής οχύρωσης, στην πλατεία Ραγιέ-ντι-Μπατί (Place Rallier-du-Baty).

Τα σπίτια με ξυλοδεσιές, είναι τα όρια ανάμεσα στην παλιά Ρεν και τα προάστιά της. Σώθηκαν από την πυρκαγιά του 1720 και βρίσκονται κυρίως στη συνοικία Κέντρο, ανατολικά του δημαρχείου: είναι τυπικά κτίρια των δρόμων γύρω από την οδό Σαν-Ζακέ και των πλατειών Σαιντ-Αν και Λις. Η οδός Αγίου Γεωργίου διατηρεί πολλά σπίτια του 17ου αιώνα. Στα νότια του ποταμού Βιλαίν υπάρχουν μερικά σπίτια με ξυλοδεσιές, στην οδό Βασλό (rue Vasselot). Πολλές προσόψεις είναι χρωματιστές ή έχουν ανάγλυφες ξύλινες προτομές  του 16ου αιώνα. Στον 18ο  αιώνα, αυτός ο τύπος σπιτιού ήταν εκτός μόδας, και πολλές προσόψεις καλύφθηκαν. Οι εργασίες αναστήλωσης που έγιναν στην πόλη στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έχουν αποκαταστήσει την αρχική εμφάνιση πολλών προσόψεων.[38]

Το Παλάτι του Κοινοβουλίου της Βρετάνης, που έδωσε στη Ρεν το ρόλο της ως πρωτεύουσα της επαρχίας της Βρετάνης, ήταν για πολύ καιρό ένα από τα λίγα πέτρινα κτίρια της πόλης. Γλίτωσε από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1720 αλλά τμήμα του καταστράφηκε από πυρκαγιά, το 1994. Η αποκατάσταση διήρκεσε δέκα χρόνια και κόστισε 53 εκατομμύρια ευρώ.

Η μεγάλη πυρκαγιά του 1720 είχε τη θετική συνέπεια της αναδιοργάνωσης της πόλης. Κατασκευάστηκαν πολυάριθμα κτίρια κλασικού στιλ, όπως το δημαρχείο, που χτίστηκε το 1730. Το αρχιτεκτονικό μοντέλο του Κοινοβουλίου της Βρετάνης επαναλήφθηκε εκείνη την εποχή, με την κατασκευή κτιρίων που το ισόγειο είναι από γρανίτη και οι όροφοι από λευκή πέτρα.

Το θέατρο της πόλης εγκαινιάστηκε το 1836. Ο σχεδιαστής του, ο αρχιτέκτονας Σαρλ Μιγιαρντέ (Charles Millardet), επανέλαβε την ιδέα του καμπυλωμένου τμήματος του Δημαρχείου για να σχεδιάσει ένα κυρτό κτίριο. Η οροφή που ζωγράφισε ο Jean-Julien Lemordant το 1913 αντιπροσωπεύει έναν χορό βρετονικό. Την ίδια εποχή,1885-1911, χτίστηκε το Εμπορικό Κέντρο, που βρίσκεται στην πλατεία Δημοκρατίας. Το κτίριο αυτό χρησιμοποιείται σήμερα από το Ταχυδρομείο.[39]

Στις αρχές του 20ού αιώνα, το δημοτικό κολυμβητήριο και τα λουτρά του Αγίου Γεωργίου (1923-1926) χτίστηκαν από τον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λεραί (Emannuel Le Ray) και είναι διακοσμημένα με ψηφιδωτά. Είναι μια από τις πρώτες θερμαινόμενες πισίνες στη Γαλλία.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 609. Ανακτήθηκε στις 6  Αυγούστου 2018.
  2. 2,0 2,1 2,2 «Base officielle des codes postaux» La Poste. 1  Οκτωβρίου 2018.
  3. (Γαλλικά) Code INSEE.
  4. «Populations légales 2021» Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών. 28  Δεκεμβρίου 2023.
  5. 5,0 5,1 répertoire géographique des communes. Institut national de l'information géographique et forestière. Ανακτήθηκε στις 26  Οκτωβρίου 2015.
  6. Annuaire de service-public.fr. Ανακτήθηκε στις 8  Σεπτεμβρίου 2023.
  7. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. 25, σ. 240 ISBN 960-817777-44
  8. «Taille des communes les plus peuplées en 2011». Insee. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2014. 
  9. «L'altitude de Rennes». 
  10. Guides Gallimard (1992). Rennes, Vitré, Fougères, Paris, Nouveaux-Loisirs. σελ. 337. ISBN 2-7424-0002-8. 
  11. Jean-Pierre Leguay (1968). La Ville de Rennes au xve siècle à travers les comptes des miseurs, Rennes, Institut armoricain de recherches historiques de Rennes, Thèse de doctorat de 3e cycle en histoire. σελ. 356. 
  12. «Philippe Chapleau, « 25 ans d'efforts face aux inondations - Rennes »». Ouest-France. 2001-01-11. 
  13. Guides Gallimard (1992). Rennes, Vitré, Fougères, Paris, Nouveaux-Loisirs. σελ. 337. ISBN 2-7424-0002-8. 
  14. Jean-Pierre Leguay (1968). La Ville de Rennes au xve siècle à travers les comptes des miseurs, Rennes, Institut armoricain de recherches historiques de Rennes, Thèse de doctorat de 3e cycle en histoire. σελ. 356. 
  15. «Guillaume Gruel, Chronique d'Arthur de Richemont, connétable de France, duc de Bretagne (1393-1458), Paris». 
  16. «François Rabelais, Pantagruel, Paris, Dalibon, 1823 (lire en ligne)». 
  17. Direction de l’Aménagement et de l’Urbanisme, Ville de Rennes, janvier 2005, 108 p.
  18. «Inventaire général du patrimoine culturel, « Canal de navigation, rivière canalisée de la Vilaine » [archive] (consulté le 27 octobre 2008)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 12 Αυγούστου 2018. CS1 maint: Unfit url (link)
  19. «Inventaire général du patrimoine culturel, « Quartier des Mottais » [archive] (consulté le 27 octobre 2008)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 12 Αυγούστου 2018. CS1 maint: Unfit url (link)
  20. «Inventaire général du patrimoine culturel, « Ancien prieuré et hôpital Saint-Thomas, collège Saint-Thomas, puis collège de Jésuites, puis lycée impérial, actuellement lycée Émile-Zola »». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2008. CS1 maint: Unfit url (link)
  21. «Inventaire général du patrimoine culturel, « Palais universitaire, actuellement musée des beaux-arts et d'archéologie». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2008. CS1 maint: Unfit url (link)
  22. «Inventaire général du patrimoine culturel, « Hôtel-Dieu »». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2008. CS1 maint: Unfit url (link)
  23. «Inventaire général du patrimoine culturel, « Prison, dite maison centrale »». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2008. CS1 maint: Unfit url (link)
  24. Direction de l’Aménagement et de l’Urbanisme, , Ville de Rennes, janvier 2005, 108 p.
  25. «Inventaire général du patrimoine culturel, « Piscine et bains publics Saint-Georges »». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2008. CS1 maint: Unfit url (link)
  26. «Inventaire général du patrimoine culturel, « Ancien palais du Commerce et hôtel des Postes, actuellement poste »». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2008. CS1 maint: Unfit url (link)
  27. «Inventaire général du patrimoine culturel, « Halle centrale »». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2008. CS1 maint: Unfit url (link)
  28. «Les années de guerre [archive] sur « le site consacré à la libération de Rennes »». 
  29. Meuret, Jean-Claude. Les origines : du confluent à Condate, in Histoire de Rennes, PUR. σελίδες 21–22. 
  30. Meuret, Jean-Claude. Les origines : du confluent à Condate, in Histoire de Rennes, PUR,. σελίδες 43–44. 
  31. Chédeville, André. De la cité à la ville, in Histoire de Rennes, PUR. σελ. 54. 
  32. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα. 51. σελ. 342. 
  33. «LA BRETAGNE RATTACHÉE AU ROYAUME DE FRANCE». 
  34. «Union Bretagne». 
  35. «Il y a 60 ans Le bombardement de». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Μαρτίου 2009. 
  36. «Une petite histoire de la Place Saint-Germain de Rennes». 
  37. «Villes et pays d'Art et d'Histoire, « Laissez-vous conter Rennes »». Site des villes et pays d'art et d'histoire. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Αυγούστου 2020. Ανακτήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2008. 
  38. Équipe du guide vert Michelin, Le Guide vert Bretagne, Paris, Michelin, coll. « Guide Michelin ». 2007. σελ. 492. ISBN 2-06-712154-5. 
  39. «Office de tourisme de Rennes, « Les édifices civils »». www.tourisme-rennes.com. Rennes, la Bretagne en capitale. 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2008. CS1 maint: Unfit url (link)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]